Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Υπάρχει Λόγος

Υπάρχει λόγος που νιώθετε πως σας εγκατέλειψα. Ναι, το νιώθετε... Δεν είναι πραγματική αυτή η εγκατάλειψη. Στο μυαλό σας είναι.
Θα σας πω όμως το εξής. Όταν η μαμά μου με άφηνε μόνη σπίτι και αργούσε να γυρίσει, και αγχωνόμουν σα μικρό παιδί που ήμουν, ότι με παράτησε, το πρόβλημα λυνόταν με δύο τρόπους. Καταρχάς, να δηλώσω πως επέστρεφε ΠΑΝΤΑ! 
Από εκεί και πέρα λοιπόν:
1) Εαν επέστρεφε με ένα μεγάλο δώρο, ξέρεις, κάτι που είχα σταμπάρει στο Jumbo, που το είχα ερωτευτεί τόσο πολύ που το έβλεπα και στον ύπνο μου και στον πάτο του πιάτου μου με τις φακές, τότε, την συγχωρούσα που έλειψε... Τι την συγχωρούσα δηλαδή... Εγώ δεν ξέρω τι έγινε, η μαμά εδώ ήταν όλη την ώρα... Δεν με άφησε ποτέ, μην λέτε τρέλες!
2) Εαν επέστρεφε με ένα δώρο τύπου, μια απλή ξύστρα, τότε... Ε μα με συγχωρείς! Ε τότε τίποτα! Δεν είχε γυρίσει ποτέ! Με είχε εγκαταλείψει πλήρως! Δεν τη συγχωρούσα με τίποτα!

Τι προσπαθώ να σου πω? Θα επιστρέψω και δεν θα σου φέρω μια ξύστρα. Μαγειρεύω μυθιστόρημα...  Θα σου αρέσει είμαι σίγουρη... Αλλά, σε θερμοπαρακαλώ, να μου κάνεις λίγη υπομονή! Και μετά ελπίζω να μου κάνεις και λιγάκι μμμμμ... Εντάξει ζούζουνέ μου? 

Θα σας ενημερώνω για την εξέλιξη του μεγαλουργήματος!

Φιλιά!

Boubouloubou

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Αυτό το Χιόνι δε με Χαλαρώνει- Με Τσιτώνει σαν το Σεντόνι

'Λοιπόν! Το επόμενο Σαββατοκύριακο θα πάμε στα Καλάβρυτα για σκι, εγώ, εσύ, η Κούλα και η Τούλα! Κοριτσοπαρέα! Θα είναι τέλεια!' Το σκέφτηκε. 'Ηταν τόσοι οι λόγοι για τους οποίους θα μπορούσε να βαρεθεί να πάει, που την έπιασε πονοκέφαλος. Σκι δεν έκανε, περιβολή του σκι για το κρύο δεν είχε, και το κρύο, αυτό καθεαυτό, το 'ανεχόταν'. Είπε όμως να το πάρει αλλιώς. Χιόνι. Τι ρομαντικό! Κρύο, καιρός για δύο... Ναι, ήταν μόνη εκείνη την εποχή αλλά κατάλαβες, η σκέψη και μόνο σου προκαλεί ένα ντουβρουτζά. Ένα μπακακάο. Ένα γντούπουτις. 'Κοριτσοπαρέα! Θα γελάσουμε πολύ!' σκέφτηκε. Και βέβαια φίλε μου, καταλυτικό ρόλο στη θετική της απάντηση, έπαιξαν τα γνωστά σε όλους 'apres-ski' τσιμπούσια. Γιατί μόνο αυτό καταλάβαινε όταν της έλεγαν 'apres-ski'. Αυτό θέλω βρε παιδί μου! Το χιόνι να πέφτει στη φύση έξω, και μέσα, το παμφάγο μας να πέφτει με τα μούτρα στις φασολάδες, στα χωριάτικα λουκάνικα και στα παϊδάκια. Ααααααχ, και μετά, ζεστή σοκολάτα σε cozy καφετέρια του χωριού, με σουφλέ σοκολάτας on the side, και κοινώς, φαγητό να της βγαίνει από τα αυτιά. 'Ούτε η Τούλα κάνει σκι, οπότε θα καθόμαστε στο chalet και θα κουσκουσιάζουμε' σκέφτηκε. 'Εντάξει! Μέσα! Φύγαμε για Καλάβρυτα!'

Ντύθηκε ζεστά για τα δικά της δεδομένα. Πουπουλένιο μπουφάν, κασκόλ, τζιν, λεπτεπίλεπτα γάντια και... γαλότσες. Σου το είπα ήδη χρυσέ μου, δεν ξέρει από βουνό! Αυτά είχε για 'χειμερινό ντύσιμο', αυτά έβαλε. Και να σου πω την αλήθεια, την βρίσκω πολύ πιο ειλικρινή αυτή την ένδυση όταν κάποιος δεν ξέρει τι εστί σκι βουνού. Δε μπορώ να τους βλέπω μερικούς που είναι σα να έχει ξεράσει πάνω τους όλο το μαγαζί του North Face, πολύ professionel. Που τους βλέπεις και σκέφτεσαι 'Πω πω, αυτός πρέπει να κατεβαίνει τις πίστες αέρα πατέρα!' και μετά τους βλέπεις να κάνουν έλκηθρο και χιονάνθρωπους, εκεί στα χαμηλά, δίπλα στο chalet.

Η Νούλα και η Κούλα είχαν την φαεινή ιδέα να τους πουν να ανέβουν στο πάνω chalet να αράξουν όσο εκείνες θα έκαναν σκι. 'Δε βαριέσαι! Πάμε!' Ανέβηκε λοιπόν στο lift και πήρε το δρόμο προς τις πίστες. 'Κάνει κρύυυυυυυο!!!!' Και ξέρεις.. Τα lifts είναι ύπουλα όταν είσαι 'πεζός' δηλαδή δίχως πέδιλα του σκι. Γιατί όταν κατέβεις, πρέπει να τρέξεις να φύγεις από την τροχιά τους, για να μη σε κοπανήσουν και βρεθείς φαρδιά πλατιά στην piste, μπροστά σε όλους τους έμπειρους σκιέρ. Το έκανε κι αυτό. Πίστεψέ με, με την γαλότσα που γλιστρούσε στο χιόνι, και τα δαχτυλάκια των ποδιών που είχαν ήδη κοκαλώσει από το κρύο, δεν ήταν εύκολο. Και σα να μην έφτανε αυτό, αντικρίζει το chalet. ΥΠΑΙΘΡΙΟ! 'Καλά, βλαμμένες είναι και μου είπαν να αράξω εδώ?' αναρωτήθηκε. Παγκάκια για να κάτσεις: Βρεμένα. Παγωμένα. Και σόμπες για να... ζεσταίνεσαι. Ωραίο το αστείο. 'Κοίτα να δεις που η κόλαση τελικά είναι κρύα!' σκέφτηκε. Τριγύρω, παντού όμως, γκομενάκια! Μη χαίρεσαι χρυσή μου, τι να το κάνει? Στεκόταν όρθια, το χειλάκι μπλε απο το κρύο, με χτένισμα 'πιτυρίδα' απο τις νιφάδες χιονιού, να τρέμει σαν το ψάρι μες την παγωνιά. Πολύ σέξι. Ναι, έχεις δίκιο, θα μπορούσε να πάρει μια σακούλα Κατράντζος Σπορ και να αρχίσει να κατεβαίνει τις πλαγιές με τον κώλο. Εκεί, ναι, να πιάσει κουβέντα με τους σνοουμπορντάδες. 'Καλά, εγώ? Έρχομαι κάθε Σαββατοκύριακο! Εσύ, έρχεσαι συχνά εδώ? Ναι, το χιόνι είναι πολύ καλό φέτος!' Έτσι, κατέβηκε στο κάτω chalet. Εκείνη, η Τούλα, οι παππούδες, οι γιαγιάδες, τα εγγόνια, όλοι μαζεμένοι, να πιουν το τσαγάκι τους, να ζεσταθεί το κοκαλάκι.

Ο γυρισμός προς Αθήνα ήταν το ίδιο επεισοδιακός. Πέσανε σε χιονοθύελλα. Πίστευαν ότι θα την γλιτώσουν γιατί τσουλούσε η κίνηση. Σιγά αλλά σταθερά. Το χιόνι δεν σταματούσε να πέφτει. Άρχισε να σκοτεινιάζει. Η κίνηση άρχισε να μην τσουλάει. Πάνω στο βουνό οι δικές σου, μες το αυτοκινητάκι τους. Μπροστά δύο μέτρα. Φρένο. Ακίνητοι για πέντε λεπτά. ΄Κατέβαινε με πρώτη και το χειρόφρενο μισό ανεβασμένο.' τις συμβούλευαν οι άνθρωποι του δήμου που είχαν βγει να βοηθήσουν την κατάσταση. Μπροστά ενάμισι μέτρο. Φρένο. Ακίνητοι δέκα λεπτά. Και άλλα δέκα. Χειρόφρενο. 'Εδώ θα πεθάνω η άμοιρη' σκέφτηκε. Πλέον δεν κουνιόταν τίποτα. Η μηχανή σβηστή. Φως πάνω στο βουνό, ούτε για δείγμα. Τα παράθυρα του αυτοκινήτου θολά. Δεν έβλεπε τίποτα έξω. 'Παιδιά, δεν υπάρχει περίπτωση, θα μας την πέσει και καμιά αρκούδα στο τέλος και θα έρθει να δέσει η καταστροφή!' Η ώρα περνούσε. Άρχισε να σκέφτεται: 'Έχουμε κάτι σοκολάτες, λίγο νερό... Ξέρω κι εγώ? Θα ζήσουμε! Νομίζω... Αρκεί να μην θελήσω να κάνω πιπί γιατί δεν έχω που να πάω'. ΟΧΙ!!!! ΟΧΙ χρυσή μου!!! Αυτό το συγκεκριμένο είναι να μην το σκεφτείς. Γιατί άπαξ και το σκεφτείς θ'αρχίσεις να κατουριέσαι. Είναι βέβαιο. 'Όχι το ξεχνάω αυτό, αυτό δεν το είπα ποτέ' σκέφτηκε, μόλις πέρασε σα λεζάντα με μικρά γράμματα από το μυαλό της η σκέψη 'χμμμμ, νομίζω κατουριέμαι'.

Το κατέβηκαν το βουνό μια χαρά τελικά οι κοκόνες μας, αλλά σα να μην έφτανε αυτό, έπρεπε μετά να ταξιδέψουν στην Εθνική, μες το σκοτάδι, με τα τρελά φορτηγά. Νταλίκες, φορτηγά παντού, και κάπου εκεί ανάμεσα, το μικροσκοπικό μίνι, με τα τέσσερα τρομοκρατημένα κορίτσια. Τις προσπερνούσαν, τους κόρναραν, άναβαν τους προβολείς του. 'Τι κάνουν οι τρελοί? Δεν κατουρήθηκα στο βουνό, θα χεστώ στην Εθνική? Θέλω να πάω ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ!!!! Δε με νοιάζει που το φορτηγό με τα κατεφυγμένα βιάζεται- είναι κεφάτο- ψωνίζει στου Βερόπουλου! ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΤΑΣΩ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΑΣΦΑΛΗΗΗΗΗΗΗΗΣ!!!!!!!'

Ήταν αλήθεια. Η τελευταία φορά που χάρηκε το χιόνι ήταν στο δημοτικό, σε μία παράσταση, που κάποια πρωτάκια χόρεψαν τις Τέσσερις Εποχές του Vivaldi. Αυτό ήταν εξωφρενικά αστείο!

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

Αγαπητό Ημερολόγιο- Μια δεκάχρονη (που έγινε εντεκάχρονη) εξομολογείται (Part 3)

Πέμπτη 8 Απριλίου 1993

Γειά!! Έγινα στις 6 Απριλίου 11 ετών και το ευχαριστήθηκα. Ακόμα τα χαλάσαμε με τον Σπύρο. Σήμερα όμως είναι μεγάλη μέρα. Σήμερα έχει τα γεννέθλιά του αυτός που μου αρέσει. Ο Μαρίνος Νικόλας. Είναι πολύ καλό παιδί. Μ'έχει καλέσει και αύριο στο πάρτυ του. I love you Nicola VERY MUCH!

Παρασκευή 9 Απριλίου 1993

Με τον Νικόλα δεν πρόκειται να γίνει τίποτα γιατί τα έχει με την Καλλιόπη. Δεν πειράζει όμως εμένα μου αρέσει. Αύριο θα πάω στο πάρτυ του εύχομαι να περάσω καλά. Σήμερα πήγαμε να κάνουμε εμβόλια μόνο που εγώ έκανα δύο. Και μου είπε ο γιατρός ότι το δεύτερο δεν θα πονάει πολύ. Στην αλήθεια πονούσε πιο πολύ αλλά δεν πειράζει.

Σάββατο 10 Απριλίου 1993

Κρίμα. Που να πάρει. Δεν πήγα στο πάρτυ. Είχα λίγο πυρετό αλλά μου ήρθε πάλι η σκέψη ότι θα έμενα μόνη μου και ότι η Λουέλα και η Καλλιόπη θα με κορόιδευαν. Τι να κάνουμε. Κατά τα άλλα ήθελα να τον δω αλλά δεν πειράζει. Πήρα τηλέφωνο αλλά δεν μπόρεσα να του μιλήσω οπότε τους είπα να του το πουν και έτσι θα του δώσω το δώρο του στο σχολείο. ΟΣΑ ΕΓΡΑΨΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΠΥΡΟ είναι ΔΙΠΛΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟΛΑ!

Δευτέρα 19 Απριλίου 1993

Καλά χθες έγινε χαμός. Πήγαμε και κοιμηθήκαμε στα ξαδέλφια μας! Ήταν τρομερά. Επίσης αύριο θα πάμε στις 9:00 να δούμε τον αγώνα μπάσκετ Παναθηναϊκός- Πανιώνιος. Και κάτι που παρέλειψα! Χριστός Ανέστη! Όπως είχαμε πέσει στα κρεβάτια εγώ με τον Μάνο σ'ένα κρεβάτι και δίπλα η Ευανθία και στο άλλο δωμάτιο ο Κωστής με την Πολυξένη, ο Μάνος μου λέει ότι όταν τον πήρε ο Νικόλας τηλέφωνο του είπε ότι τον κορόιδεψα και ότι δεν ήμουν άρρωστη. Ο Μάνος του είπε ότι είμουν πραγματικά άρρωστη και πρέπει να τον έπεισε. Μετά ο Μάνος μου είπε ότι μια φορά άκουσε τον Νικόλα και τον Γιάννη να συζητάνε. Και ο Νικόλας είπε στον Γιάννη πως τα ποιο όμορφα κορίτσια  τα'χει η τάξη του Νικόλα. Ο Νικόλας είπε ότι εγώ ήμουν η ποιο όμορφη. Ακόμα, μια φορά ο Μάνος είχε ρωτήσει τον Νικόλα αν του αρέσω αλλά αφού ο Νικόλας απέφυγε να απαντήσει θα ξαναρωτήσει. Τέλος ο Μάνος μου είπε να μην σκάσω πια για τον Νικόλα και έχει δίκιο. Επίσης αυτές τις μέρες δεν έχουμε αφήσει στιγμή να μη φάμε. Τι αρνιά τι κοκορέτσια. Τα πάντα!

Σάββατο 8 Μαϊου 1993

Έχω πάθει την πλάκα μου!! Άκου να δεις τι έγινε την Παρασκευή. Πίσω μου καθόταν ο Νικόλας και πίσω από τη Μόνικα ο Βασίλης. Έτσι πήρα το σιλοτέιπ της Μόνικας από την Ειρήνη που της το είχε δώσει και της το έδωσα κάπως πεταχτά. Έτσι μου έδωσε δύο γερές στο χέρι. Και άκουσα από πίσω τον Νικόλα που είπε: 'Μην πειράζετε την γκόμενά μου'. Τότε τον κοίταξε η Μόνικα και της έκλεισε το μάτι. Εν το μεταξί κάθε απόγευμα που κατεβαίνω στη στάση μου με χαιρετάει και την Τετάρτη φόρεσε αυτό που το έκανα δώρο.

Σάββατο 12 Ιουνίου 1993

Έρχεται το καλοκαιράκι ή μάλλον ήρθε!
Λοιπόν απ'ότι είδα έχω να σου γράψω κάτι χρόνια. Πρώτον θέλω να σου πω ότι απο τότε που τα χαλάσαμε με τον Σπύρο αυτές τις μέρες όλο έρχεται με βρίζει με χτυπάει αλλά βέβαια εγώ δεν θα μείνω με σταυρωμένα χέρια. Έτσι τον πήρα τηλέφωνο και του είπα να σταματήσει αυτό που κάνει αλλιώς αν θέλει να παίξουμε αυτό το παιχνίδι να ξέρει ότι είναι χαμένος. Εντομεταξί είχα γίνει μπαρούτι.
Τώρα ας μπούμε στο κυρίως θέμα. Αφιέρωμα στον Νικόλα Μαρίνο
1) Σ'είδα τώρα στη γωνιά και μου πήρες τα μυαλά
2) I say hello you fool I love you
3) I will always love you
4) Everything I do, I do it for you
5) Πεθαίνω στην ερημιά μοναξιά. Πεθαίνω στην ερημιά κι εσύ είσαι πάντα μακριά
6) Τρελαίνεις την πυξίδα μου και δείχνει όπου πας, μακάρι μόνο να'ξερα εσύ αν μ'αγαπάς
7) Μην αντιστέκεσαι το πάθος έρχεται και φεύγει η λογική
8) Χωρίς εσένα είμαι ένα τίποτα μια κουκίδα στο χάρτι χαμένη
9) Μισώ το καθετί που αγγίζεις και δεν είμαι εγώ
10) Δεν μπορώ ν'αντισταθώ, σε θέλω όσο και να προσπαθώ

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Ούγκα Ούγκα και Χαβιάρι Μπελούγκα

Της είχε κεντρίσει  το ενδιαφέρον. Τον είχε δει σε ένα μπαρ. Σε ένα τραπέζι εκείνη με τις φίλες της, στο διπλανό εκείνος με την παρέα του. Δεν ήταν ο τύπος της. Της φαινόταν πολύ 'large' και στο ντύσιμο και στην συμπεριφορά. Φορούσε τζιν Dolce & Gabbana (Ντόλτσε και Γκουδούνα- όπως το έλεγε πάντα εκείνη και γελούσε) με κάτι σαχλοκούδουνα να κρέμονται. Ζώνη με χαλκάδες και κλαπατσίμπαλα και t-shirt V με μεγάλη στάμπα Abercrombie & Fitch. 'Αυτό το V βρε παιδιά, είναι για τις γυναίκες και τα ντεκολτέ τους, όχι για τους άντρες και τα μούσκουλά τους!' σκεφτόταν. Ρολόι ΚΑΤΑΧΡΥΣΟ, μεγαλύτερο κι από τον Big Ben. Παπούτσι, αθλητικό μεν- Prada δε, με την κόκκινη γραμμούλα πίσω. Πούρο, τεράστιο. 'Αμάν αυτοί και οι πουράκλες τους!' σκέφτηκε. Καθόταν εκεί με τους φίλους του, μες τις σαμπάνιες και τις γκόμενες. Και τι γκόμενες! Υπερπαραγωγές! Από την εμφάνισή τους και μόνο, καταλάβαινες πως παρακολουθούσαν εκπομπές για τους celebrities στο Hollywood, ολημερίς και οληνυκτίς. Καυτά μίνι, βαθιά ντεκολτέ, στρας παντού και τακούνια ψηλά για να φτάσουν το Θεό. Βάψιμο μπόλικο και βαρύ. Σκέτος σοβάς. Αφού σκεφτόταν πως αν έπαιρνε ένα χαρτί και το κολλούσε γερά στη μούρη μίας από αυτές, θα αποτυπωνόταν η μορφή της με ακρίβεια πάνω στο χαρτί. Έτσι, για ενθύμιο! Και βέβαια, με πούρα κι αυτές. Αυτό? Απλά πρόστυχο...

Την κοιτούσε συνέχεια και κάποια στιγμή την πλησίασε. 'Πώς σε λένε ομορφιά?' την ρώτησε. 'Κατερίνα, εσένα?' 'Ονομάζομαι Νικόλαος Νεόπλουτος ο Τρίτος. Μπορείς να με φωνάζεις Νικόλαο.' Εκείνη χαμογέλασε. 'Αυτό θα έχει πλάκα' σκέφτηκε. 'Εντάξει Νικόλαο. Έρχεσαι συχνά εδώ?' τον ρώτησε. 'Α, ναι! Εδώ και χρόνια. Αλλά τώρα τελευταία, έχει χαλάσει ο κόσμος που μαζεύεται εδώ.' 'Ναι. Έχει περάσει η ημερομηνία λήξης του' σκέφτηκε εκείνη. Έπιασαν την κουβέντα. Η 'ομορφιά', όπως καταλαβαίνεις, δεν χρειάστηκε να πει τίποτα άλλο για τον εαυτό της. Μιλούσε εκείνος. Για τον εαυτό του. Ακατάπαυστα. Ο παππούς του (Νικόλαος ο Πρώτος, το βρήκες) ήταν από τη Δράμα... Μα τι δράμα... Ο Νικόλαος ο Δεύτερος και ο Τρίτος είχαν χρόνια που κατέβηκαν στην Αθήνα, και με κάτι δουλειές που έκαναν, είχαν βγάλει λεφτά. Πολλά λεφτά σου λέω! Η καταγωγή του, μάλλον του ξέφυγε στη συζήτηση διότι μετά επέμενε πως ήταν Αθηναίος. Όχι μόνο Αθηναίος. Βέρος Κολωνακιώτης.

Το χειμώνα τον περνούσε στο Κολωνάκι. 'Τα βόρεια προάστια είναι ξεπερασμένα. Τα νότια, μάζεψαν πολύ βλαχιά' είπε. Οδηγούσε Hummer. 'Από όλα τα μέρη, στο Κολωνάκι διάλεξες να οδηγείς τέτοιο αμάξι? Αχ, χρυσέ μου, το έχεις το θεματάκι σου... Αυτό το κτήνος, καταρχάς δεν στρίβει μες το Κολωνάκι. Κατά δεύτερον, τι περιμένεις? Πως θα σε βομβαρδίσουν οι Ταλιμπάν στο Πρυτανείο, ή πως θα κάνεις off-road στην Τσακάλωφ?' σκέφτηκε εκείνη. Το καλοκαίρι το περνούσε ασυζητητί στην Βουλιαγμένη. Και οδηγούσε Ferrari. Εννοείται... Αυτό, της θύμισε μια πλάκα που είχε κάνει παλιότερα με μια φίλη της στη Βουλιαγμένη. Περπατούσαν ξέγνοιαστες, εκεί, μπροστά στην Aqua Marina, και άξαφνα πέρασε από μπροστά τους, μια κατακόκκινη Ferrari. Με 10 km/h... Ναι , αγάπη μου! Τι με κοιτάς με απορία? Έτσι το 'ανοίγεις' το αμάξι, δεν το ήξερες? Δεν κρατήθηκε και άρχισε να φωνάζει εκστασιασμένη. 'Τι αμάξι είναι αυτό?!! ΠΟ ΠΟ μεγάλε! Είσαι ΘΕΟΣ!!!' Ο οδηγός, κατέβασε το παράθυρο, χαμογέλασε, ανακάθισε, και κορδωμένος του κερατά συνέχισε το δρόμο του. Έμειναν κόκαλο. 'Καλά, το πίστεψε? Δε βαριέσαι, του φτιάξαμε τη μέρα.'

Αντάλλαξαν τηλέφωνα για να κανονίσουν να βρεθούν. Την είχε φάει η περιέργεια. Έπρεπε να τον δει στο φυσικό του περιβάλλον. Να τον παρατηρήσει. Να το ζήσει αυτό το ντοκιμαντέρ!

Εκείνο το βράδυ, την πήγε στο πιο κλασάτο, exclusive, hot εστιατόριο της Αθήνας. Ήταν ένα μέρος 'του ονείρου, με τη θάλασσα πιάτο' όπως της είπε. Ο μετρ τους οδήγησε στο τραπέζι τους και η ευγενέστατη σερβιτόρα ήρθε να τους σερβίρει νερό στα ποτήρια. 'Good Evegggggning' ξεστόμισε με βαριά προφορά ανατολικού μπλοκ. Ναι φίλε μου, γιατί και το ΚΟΡΥΦΑΙΟ εστιατόριο, από κάπου πρέπει να κόψει τα κόστη σε περίοδο οικονομικής κρίσης. 'Το νερό εδώ είναι Fiji. Το φέρνουν από το εξωτερικό' της είπε για φιγούρα. Το ήξερε αυτό το νερό. Το έδιναν σε ένα τελειωμένο κλάμπ στο Λονδίνο, στους ρεϊβάδες, για να μην πάθουν αφυδάτωση. Χλίδα σου λέω. 'Τι μας πουλάνε, οι άτιμοι!' σκέφτηκε.

Αφού έφαγαν, ζήτησαν τον λογαριασμό. Την κέρασε εκείνος, φροντίζοντας όμως να τοποθετήσει το λογαριασμό αρκετά κοντά της ώστε να μπορεί να δει το τελικό ποσό. Πρωτοκλασάτο, μη μου πεις... 'Μάλιστα. Με τόσα, περνάω δύο εβδομάδες' σκέφτηκε. 'Σε ευχαριστώ πολύ για απόψε!' του είπε. 'Μα, δεν τελείωσε το βράδυ. Θα έρθεις σπίτι μου' της απάντησε. 'Η μάσκα έχει αρχίσει να βγαίνει' σκέφτηκε και του έδωσε τροφή για το αποκορύφωμα. 'Ξέρεις, έχω πρωινό ξύπνημα αύριο και πρέπει να πάω σπίτι.' Με τη μία παλάμη, έσφιξε το χέρι της καρέκλας και βρόντηξε την άλλη, σε γροθιά, στο τραπέζι. 'Πώς την είδες κοριτσάκι μου? Σε βάζουμε σε αμάξι που δεν θα έβλεπες ούτε στα όνειρά σου, και σε φέρνουμε σε εστιατόριο όπου δεν θα ξαναπατήσεις και να ήθελες, και δεν θα μας κάτσεις? Ποια νομίζεις ότι είσαι?' είπε με ύφος νταβατζή που έχει χρόνια στην πιάτσα. Εκείνη χαμογέλασε. 'Ο απόλυτος gentleman! Ούτε χιμπαντζής ο τύπος.' Σηκώθηκε, έκανε αναστροφή και έφυγε. Μακριά. 

Μ Α Κ Ρ Ι Α ! ! !

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

Να Ζήσει το Χωριό μας!

'ΩΧ ΌΟΟΟΟΟΧΙ! Οικογενειακές διακοπές? Βαριέεεεμαι!' Μόλις του είχαν ανακοινώσει οι γονείς του πως θα έφευγαν όλοι μαζί για το τριήμερο. ΌΛΟΙ μαζί! Εκείνος, ο αδελφός του, οι γονείς τους, και όχι, δεν τελειώνει εκεί... Θα ακολουθούσαν οι θείοι του με τον ξάδελφό του, καθώς και οι άλλοι δύο θείοι του, με τις τρεις ξαδέλφες του. Ευχυχώς ήμασταν στην εφηβεία και είχαμε ξεπεράσει τη φάση ΄Κορίτσια? Μπλιάχ!'

Τώρα που το ξανασκεφτόταν, δεν ήταν και τόσο κακή ιδέα. Αδέλφια, ξαδέλφια, όλοι μεταξύ τους τα πήγαιναν πάρα πολύ καλά. Γελούσαν πολύ! Βλέπεις, ήταν οι ηλικίες τους κοντινές. Από 15 έως 18. Αλλά οι μεγάλοι? Τι να τους κάνεις τους 'μεγάλους'? 'Θα τους έχουμε μέσα στα πόδια μας! Δεν θα μπορούμε να καπνίσουμε, να βρίσουμε... Εεεεε βρε αδελφέ! Πόσο καλά να περάσουμε έτσι?'

Είχαν νοικιάσει μια μικρή βίλα μες τα Χανιά (μην ξεχνάς, μιλάμε για δώδεκα άτομα στο σύνολο). Πολύ ωραία διαρρυθμισμένη, με κήπο, πισίνα και όλα τα κομφόρ. Αυτοκίνητα δεν τους χρειάζονταν. Ήταν ένα τριήμερο 'χαλάρωσης, εμείς κι εμείς, με ηλιοθεραπεία, κους κους, φαγητό και βουτιές' όπως του είπε η μαμά του.

Το τελευταίο τους βράδυ εκεί, ξεκίνησε αναμενόμενα για τα ελληνικά παραδοσιακά δεδομένα. Πήγαν όλοι μαζί να φάνε σε μια ψαροταβέρνα πάνω στη θάλασσα. Στο ένα τραπέζι οι γονείς, στο άλλο τραπέζι τα παιδιά. Το έχεις βιώσει κι εσύ αυτό ε? Είναι το παραδοσιακό 'σύστημα' που ακολουθούν όλοι, αλλά που πολλές φορές προκύπτει απίστευτα 'άτοπο'. Θα έχεις βρεθεί κι εσύ σε κάποιο άσχετο κάλεσμα, κάποιου συνεργάτη του μπαμπά, στο οποίο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ δεν θες να πας, και σε βάζουν στο τραπέζι με τα 'παιδιά'. Εσύ δεκαέξι, ο διπλανός σου έξι. 'Τι να κάνω? να τον ταϊσω????!!!' Και κόβεις φλέβα μέχρι να φύγετε επιτέλους. 

Το βράδυ κυλούσε όμορφα. Τα παιδιά σιγά σιγά συνειδητοποίησαν πως οι μεγάλοι τους είχαν κάνει στη μπάντα. Έχουν κι αυτοί τις ανάγκες τους χρυσέ μου! Δε μπορούν να ασχολούνται μονίμως μαζί σου! Έπιναν, συζητούσαν, γελούσαν... Έπιναν... Έπιναν... 'Μωρέ, καλά τα πάνε αυτοί! Τα κατεβάζουν τα κρασάκια τους!'

Τα παιδιά βρήκαν ευκαιρία. Άρχισαν κι εκείνα να ξεθαρρεύουν και να παραγγέλνουν το ένα μισόκιλο μετά το άλλο. Το απαγορευμένο, έχει τελικά γεύση 'φρουτώδη'. Γελούσαν, πειράζονταν... Άρχισαν να τραγουδούν! Ο ένας πρώτη φωνή, ο άλλος δεύτερη, ο τρίτος ντραμς (του στιλ χτυπάω τα ποτήρια με τα μαχαιροπίρουνα), η τέταρτη κι άλλα ντραμς (του στιλ κοπανάω το τραπέζι), τρομπέτες, βιολιά, ό,τι ήχο μπορείς να φανταστείς, τον έκαναν. 'Σσσσσ, θα μας διώξουν' είπαν μεταξύ τους. 'Ποιος να μας διώξει καλέ? Πιάστε άλλο τραγούδι και πάμε όλοι μαζί!' είπε ο θείος. Και ξεκίνησαν.

Λίγο αργότερα, μέσα στο κέφι, πλήρωσαν και σηκώθηκαν. Χωρίς να συνεννοηθεί κανείς με κανέναν, έφυγαν από την ταβέρνα 'τρενάκι', πιασμένοι ο ένας πίσω από τον άλλο. 'Πού πάμε?' φώναξε ο πρώτος. 'Πάμε για ποτό! Όπου βρεις, μπες!' απάντησε η τελευταία. Και διέσχισαν έτσι όλο το λιμάνι. Ένα τρενάκι τραγουδιστό, φωναχτό, χαρούμενο! Οι τουρίστες κατά μήκους του λιμανιού, τους κοιτούσαν και ξεσηκώνονταν. 'I love these Greeks! They are crazy! Splendid!', 'Vive la Grece!', 'Ich liebe Griechenland!' και άλλα τέτοια... Ο απόλυτος χαμός!

Βρήκαν ένα μπαρ και χώθηκαν όλοι μέσα. Μικροί και μεγάλοι. Μια ομάδα. Μουσική δυνατή, χορευτική. Το ένα από τα παιδιά, ανέβηκε πάνω στο μπαρ και άρχισε να χορεύει σε κατάσταση έκστασης. Ο ανεμιστήρας του ταβανιού παραλίγο να του πάρει το χέρι έτσι όπως έκανε. 'Τα παιδιά να πιουν Malibu- ανανά. Είναι πιο ελαφρύ.' 'Αχ  και να ήξερες, πατέρα!' σκέφτηκε.

Συνέχισαν να χορεύουν, και άξαφνα, άρχισε να παίζει το Thriller του Michael Jackson. Ω ναι, ένα διαχρονικό κομμάτι. Όλη η οικογένεια, αυτόματα μεταμορφώθηκε σε ζόμπι. Μικροί, μεγάλοι, άρχισαν να μιμούνται τις χορευτικές κινήσεις από το βιντεοκλίπ. Ανεπιτυχώς, φυσικά... Τι γέλιο! 'Τι ωραία που περνάμε! Αυτές οι διακοπές θα πρέπει να επαναληφθούν! Αυτό θα πρέπει να το κάνουμε πιο συχνά!' σκέφτηκε.

Ο αδελφός του, σήκωσε το Malibu- ανανά και φώναξε 'Να ζήσει το χωριό μας!'

'ΝΑ ΖΗΣΕΙ!!!' απάντησαν οι υπόλοιποι έντεκα. 
 

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009

Οι Όμορφες

Ήταν ο γάμος της χρονιάς! Παντρευόταν η καλύτερή τους φίλη. Στο Λονδίνο. Μήνας Ιούνιος. Οι τρεις φίλες της ανυπομονούσαν να έρθει η μεγάλη μέρα. Και επιτέλους είχε έρθει. Στο διαμέρισμά τους επικρατούσε ένας χαμός. Φορέματα από εδώ, μακιγιάζ από εκεί, παπούτσια από την άλλη. Είχαν κάνει τα μπάνια τους, είχαν φτιάξει τα μαλλιά τους, είχαν σπρώξει και σφίξει η μία την άλλη μες τα φορέματά τους και είχαν τελειποιήσει το μακιγιάζ τους. Γιατί μην ξεχνάς! Κάθε γάμος, την σήμερον ημέραν, είναι και ένα μίνι red carpet. Θα δεις, θα σε δουν, 'είσαι κούκλα', 'είσαι σα λατέρνα', 'καλέ, κοίτα την αυτή' κτλ.

Ήταν θεές! Και δεν υπερβάλω. Η Ιφιγένεια, φορούσε ένα στράπλες φόρεμα, χυτό μέχρι το πάτωμα, αέρινο, σε χρώμα βαθύ πράσινο. Τα χρυσαφένια της μαλλιά σε μπούκλες, στυλ 'έκπτωτος άγγελος που μόλις βγήκε από τη θάλασσα' και ένα βραχιόλι χρυσό, στερεωμένο λίγο κάτω από τον αγκώνα της. Greek goddess in London indeed. Η Αυλίδη, φορούσε ένα γαλάζιο wrap dress μέχρι το γόνατο. Κατάλαβες, από αυτά που δένουν με μια κορδέλα στη μέση. Να σου το εξηγήσω χρυσέ μου, γιατί όχι? Ούτε εγώ είμαι καμιά τρελή fashionista να τα ξέρω όλα. Από κάτω, ένα φοβερό πέδιλο σε χρώμα λιλά, με ένα φτερό κατά μήκους των δακτύλων με το άψογο πεντικιούρ. Μην σκεφτείς γαλλικό πεντικιούρ, θα σε βαρέσω. Το σιχαίνομαι. Τα μαλλιά της ισιωμένα, να τονίζουν τις ξανθές της ανταύγειες. Η Ταύρης, φορούσε ένα φωτεινό κίτρινο φόρεμα μέχρι το γόνατο, με ανεπαίσθητες μπρατέλες (ξέρεις, από αυτές που με την παραμικρή κίνηση πέφτουν με νάζι από τον ώμο) και σχετικά βαθύ ντεκολτέ που αναδείκνυε το πλούσιο μπούστο της. Τα μαλλιά της μαζεμένα σε απλή, ψηλή κοτσίδα, με πανέμορφα κρεμαστά σκουλαρίκια στα αυτιά, και από κάτω μπεζ πέδιλα, χιαστή κοντά στα δάχτυλα.

Ήταν και οι τρεις κούκλες! Θεές! Αέρινες, πολύχρωμες υπάρξεις. Γιατί όπως έλεγε και μια παλαβή φίλη τους 'Ποτέ μαύρο σε γάμο'. Είχαν φροντίσει να κάνουν και λίγο solarium για να μην είναι άσπρες σαν το γάλα και έλαμπαν ολόκληρες. Μην φανταστείς χρώμα δέρματος πορτοκαλί, θα με απογοητεύσεις. Εδώ μιλάμε για πριγκίπισσες. Ψηλές, λεπτεπίλεπτες, σαν τα κρύα τα νερά. Οι ωραίες της παρέας. Που πάντα όλοι περίμεναν να δουν τι εμφάνιση θα κάνουν αυτή τη φορά. Γι'αυτό θα σου εξομολογηθώ πως κάτω από τα πανέμορφα ρούχα τους, το βρακί έμπαινε πάντα ανάποδα. Μην μας ματιάσουν και φάμε καμιά σαβούρα και χάσουμε τον αέρα μας. Σου σκότωσα λίγο την φαντασίωση αλλά αυτή είναι η δουλειά μου χρυσέ μου. Να σου δώσω το παρασκήνιο.

Κατέβηκαν να βρουν ταξί. 'Τάξι! Τάξι!' φώναξε η Ιφιγένεια με εγγλέζικη φινέτσα. Τίποτα. Δεν σταματούσε κανείς. Η Αυλίδη, η πιο ευερέθιστη άρχισε να χάνει την υπομονή της. Κι αυτό δεν την βόλευε γιατί είχε ιστορικό κολίτιδας, και με την παραμικρή σύγχυση η κοιλιά της τουμπάνιαζε. Και με την κορδέλα του φορέματός της τόσο σφιχτά δεμένη, δεν θα είχε καλά ξεμπερδέματα. Μα ναι χρυσή μου, όταν το τονίζεις το 'Τά' δεν ακούγεται αρκετά έντονα. Έλα τώρα, Έλληνες είμαστε. Πετάχτηκε λοιπόν και φώναξε 'Ταξίίίίίίίίίίίί!!!' Ξέρεις, όπως η γιαγιά που της έκλεψαν την τσάντα και φωνάζει χτυπώντας και τα χέρια στην ποδιά της. Τι επίπεδο! Κι όμως πέτυχε και έφτασαν εγκαίρως στην τελετή.

Η δεξίωση ήταν όνειρο. Ξεχύθηκαν όλες στην πίστα και χόρεψαν ξέφρενα. Η σαμπάνια έρεε. Τα πατουσάκια πονούσαν αλλά τι να κάνεις τώρα... Όχι, δεν ήταν απρόσιτες. Χόρευαν, γελούσαν και έπιναν με όλους. Το γλέντι κράτησε μέχρι τις έξι το πρωί. Αυτή τη φορά είχαν φροντίσει να κλείσουν ένα αμάξι για να τις γυρίσει σπίτι. Είτε άντρας είσαι, είτε γυναίκα, ξέρεις πως όταν έρθει η ώρα να εγκαταλείψεις ένα γλέντι, απλά θες να φτάσεις σπίτι σου να λιώσεις. Αν μπορούσες να διακτινιστείς, θα το έκανες.

Η Ταύρης ξεκλείδωσε βιαστικά την πόρτα και χώθηκαν και οι τρεις μες το διαμέρισμα λες και τερμάτιζαν σε αγώνα δρόμου. ΑΓΑΠΗΤΕ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ, ΕΑΝ ΘΕΣ ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΣΟΥ ΤΗΝ ΑΙΘΕΡΙΑ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥΣ, ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ ΤΩΡΑ!!!

Η Ιφιγένεια πέταξε παπούτσια, φορέματα και πήγε κατευθείαν να ξεβαφτεί. Έριχνε κάτι ωραία ρεψίματα κατά την διάρκεια... Σωστή μοσχάρα. Ξέρεις, σαν αυτά εκείνων που λένε και την αλφάβητο. Πριν βγει από το μπάνιο, φύσηξε και τη μύτη της. Αυτό, θύμιζε κάτι σε κόρνα τρένου που πλησιάζει διάβαση πεζών ή πλοίου που μπαίνει στο λιμάνι. 'Μα τι ντροπή, κορίτσι πράμα!' της έλεγε πάντα η μαμά της.
Η Αυλίδη τα είχε δει όλα. Μπορεί να μη συγχύστηκε, αλλά η σαμπάνια και οι φυσαλίδες της δεν είχαν κάνει καλό στην κολίτιδά της. Πέταξε το φόρεμα από πάνω της, και όπως θα περίμενε κανείς, η κορδέλα είχε αφήσει σημάδι στην τουρλωμένη κοιλιά της. Κατευθύνθηκε, με τους κώλους έξω, στην κουζίνα να φτιάξει χαμομήλι. Κλάνοντας φυσικά, σε όλη τη διαδρομή. Είχε και έναν πονοκέφαλο.... Αμάν Χριστέ μου! Οι γείτονες από πάνω, είχαν ήδη ξυπνήσει και τους άκουγε στο ταβάνι να περπατάνε. 'Walk lightly γαμώ το κέρατό μου!' φώναξε μες τους καλούς τρόπους.
Η Ταύρης πέταξε τα πέδιλά της και αναστέναξε. 'Πονάνε τα πόδια μου και δεν νοιώθω το τέταρτο δαχτυλάκι! Να ανησυχώ?' Κατευθύνθηκε στο μπάνιο και αφού ξεβάφτηκε, άρχισε να ξύνεται. Τα σπυράκια της, κατάλαβες. Μεγάλο σπορ των γυναικών αυτό. Αφού κι εγώ θυμάμαι, στο σχολείο, σε ένα διάλειμμα, είχα δει δυο φίλες μου να το κάνουν αυτό στην πλάτη ενός συμμαθητή μου και πήγα να ξεράσω. Γιατί δεν απέχουμε πολύ από τους πίθηκους φίλε μου. Εκεί, τα θηλυκά βγάζουν τα τσιμπούρια από τα αρσενικά. Εμείς είμαστε πιο εξελιγμένα μοντέλα... Αλλά όχι και πολύ ε?

Σου είπα να μη συνεχίσεις να διαβάζεις, δεν σου το είπα? Μου ήθελες το παρασκήνιο, πανάθεμά σε! Δε βαριέσαι, όλοι άνθρωποι είμαστε. 

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

Αγαπητό Ημερολόγιο- Μια δεκάχρονη εξομολογείται (Part 2)

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 1992

Σήμερα ένα πράγμα θέλω μόνο να σου πω:
Πρώτον: Σήμερα δώσαμε εξετάσεις στα Ελληνικά. Καλά τα πήγα
Δεύτερον: Στο σχολικό η Μόνικα μου είπε ότι η Μαριάνθη της είπε ότι προχθές στο πάρτι εγώ είπα ότι τις αρβίλες που φορούσε η Μαριάνθη τις είχε ζηλέψει από μένα. Και τότε της λέει η Μόνικα: Μαριάνθη αν είναι να κρυφακούς τότε θα έπρεπε να ακούς καλύτερα.
Αύριο θα πάω να πάρω το ελεφαντάκι της UNICEF.

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 1992

Νομίζω πως έμεινα πολύ πίσω. Λοιπόν ο Σπύρος μου έστειλε κι άλλο ένα γράμμα αλλά μετά αποφασίσαμε να μιλάμε τηλεφωνικός. Άσχετα με αυτό νομίζω ότι έχουμε μεγαλύτερη επαφή. Την Μαριάνθη την έχω γραμμένη στα παλιά μου τα παππούτσια. Αύριο θα πάμε στον μπαμπά για Πρωτοχρονιά. Με τη μαμά για Χριστούγεννα πήγαμε στο Καρπενήσι. Ήταν πολύ ωραία. Του τηλεφώνησα του Σπύρου κι από κει. I LOVE YOU VERY VERY MUCH!!!

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 1992

Σήμερα το πρωί πήγαμε με τον μπαμπά για ψώνια. Για τα Χριστούγεννα από τον μπαμπά είχα μια Λαχανούλα με μαγικά μαλλιά, από τη θεία Σοφία και από τη θεία Ελπίδα ένα Μωρουλίνι Μαμ- Μαμ, από το θείο Σταύρο ένα σταυρουδάκι. Από τη θεία Κατίνα και από τον θείο Μανώλη, από τη Ρένα και τη Μαριάννα πήρα ένα επιτραπέζιο παιχνίδι 'Μεσονύχτιο Πάρτυ' κι ένα ποτήρι. Το βράδυ φάγαμε κατά τις 10:30 αρνί με πατάτες. Μετά παίξαμε εμείς με το επιτραπέζιο και οι μεγάλοι έπαιξαν χαρτιά. Τώρα μάντεψε μέχρι τι ώρα καθήσαμε. Μέχρι τις 5:00. Η πρώτη φορά που έκατσα για τόσο αργά. Άλλο τίποτα δεν θυμάμαι να έγινε. Καλή Χρονιά!

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 1993

Λοιπόν σήμερα σπάσαμε πολύ πλάκα με την Μόνικα. Τσουλούσαμε στα χωματένια βουναλάκια δίπλα στο γήπεδο ποδοσφαίρου του σχολείου. Τώρα σήμερα είδα την Λουέλα να πηγαίνει προς το μέρος του Σπύρου. Έμαθα (δεν ξέρω αν είναι αλήθεια) ότι η Λουέλα τα έφτιαξε με τον Σπύρο. Ο Σπύρος μου είπε ότι του τα ζήτησε αλλά εκείνος αρνήθηκε. Και τώρα που σου τα γράφω νιώθω μεγάλη αγωνία. Του είπα να μου τηλεφωνήσει αλλά λέει δεν είχε χρόνο. Τι να κάνω περιμένω και εύχομαι να μην τον κυνηγήσει και να συνεχίσουμε έτσι όπως ήμασταν (χωρίς την Μαριάνθη βέβαια). I LOVE HIM VERY MUCH. I REALY DO.

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 1993

Όλα καλά μέχρι σήμερα αλλά το κακό δεν άργησε να έρθει. Με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι τα έχουν. Θα μείνουμε καλοί φίλοι (μου λέει). Το 'λεγα πως θα τον πείσει. Κανένας δεν της αντιστέκεται. Με τι μούτρα να τον δω αύριο! Χέστηκα! Θα δεις θα τον κάνει ό,τι θέλει. Όλοι θα μιλάνε για το ρεζιλίκι. Να δεις που θα του λέει να συναντιούνται και να περπατάνε χέρι-χέρι και θα γίνει δημόσια γελοιότητα. Στενοχωρήθηκα τι να κάνουμε αλλά έτσι είναι.

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 1993

Σήμερα άκουσα πως η Λουέλα τα χάλασε με τον Σπύρο και τα 'φτιαξε με τον Χάρρη (έναν άσχετο). Τώρα δεν θα πω τίποτα στον Σπύρο θα περιμένω να δω αν θα μου τα ξαναζητήσει. To Spyro: I will always love you.

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 1993

Ο Σπύρος δεν μου τα ξαναζήτησε μέχρι τώρα. Την Παρασκευή έχω αποκριάτικο πάρτυ αλλά και κάτι άλλο. ΑΓΑΠΑΩ ΤΟΝ ΜΑΡΙΝΟ! (και τον Σπύρο). ΤΡΟΜΕΡΟΣ ΕΙΝΑΙ!

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 1993

Άσε βλακείες βλακείες όλα όσα έγραψα. Δεν μου αρέσει ο Μαρίνος. Σήμερα με πήρε τηλέφωνο ο Σπύρος και μου τα ξαναζήτησε. Θα του πω ναι βέβαια αλλά αύριο!!!

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 1993

Στο πάρτυ περάσαμε πάρα πολύ ωραία. Όλοι χόρευαν εκτός από την Μαρία που ήθελε μπλουζ. Είχε πάρα πολύ πλάκα και το ευχαριστήθηκαν. Και κάτι άλλο. Τα ξαναφτιάξαμε με τον Σπύρο!!!!!!!!  

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

Πού στην Κορακιά πάμε???

Την είχε εκνευρίσει πολύ! Θεωρούσε πως τον είχε φλερτάρει αρκετά για τα δικά της δεδομένα, μα ακόμα δεν είχε καταλάβει εαν εκείνος ενδιαφερόταν. Τη μία της έστελνε 'πειραχτικά' μηνύματα, την άλλη χανόταν από προσώπου γης. Όποτε μιλούσαν στο τηλέφωνο, έπεφτε ατάκα στην ατάκα και σπόντα στην σπόντα. Γι' αυτό και είχε τσιμπήσει η ζαργάνα μας. Αυτά τα 'on and off' όμως, αυτά τα 'τη μία ψημένος, την άλλη κατεψυγμένος' την είχαν κάνει να τα πάρει στο κρανίο και να τον ξεγράψει. 'Λοιπόν Ζαφειρία! Τέλος! Εσύ δεν θα ξανακάνεις καμία κίνηση! Για όνομα!!! Κοτζάμ άντρας είναι!' της έλεγαν οι φίλες της. 'Παιδιά, αστειεύεστε? Μην τρελαθούμε τώρα! Δεν ασχολούμαι άλλο με το άτομό του!' τους απαντούσε.

Εκείνο το Σαββατοκύριακο είχαν κανονίσει να πάνε με την παρέα της στην Ύδρα. Θα τους φιλοξενούσε ένας φίλος που είχε και φουσκωτό. Θα περνούσαν ένα τέλειο, χαλαρό Σαββατοκύριακο.

Μαζεύτηκαν όλοι στο λιμάνι του Πειραιά και περίμεναν το καταμαράν. Την ώρα που επιβιβάζονταν, τον βλέπει στα είκοσι μέτρα. 'Παιδιά, νάτος! Τι κάνω τώρα? Πάμε να μπούμε από τη μπροστινή είσοδο'. Τον κερατά. Δε μπορούσε να το πιστέψει. Πού σκατά πήγαινε κι αυτός? 'Θα τον αγνοήσω. Έτσι κι αλλιώς δε με είδε, οπότε εντάξει' σκέφτηκε.

Έκατσε στη θέση της, τσιτωμένη μην τον ξαναδεί σε αυτόν τον σύγχρονο Τιτανικό, κι έκανε πως διάβαζε την καρτέλα με τις σωστικές πληροφορίες. Φοράτε από δω, σφίγγετε από κει, φουσκώνετε από την άλλη, σφυρίζετε τσίφτικα από κει να σας ακούσει κανένας ψαράς να σας μαζέψει. 'Μπορώ να βάλω το σωσίβιο και τα κλαπατσίμπαλα τώρα γιατί νιώθω πως πνίγομαι?' σκέφτηκε.΄Ξαφνικά, περνάει από δίπλα της, αγέρωχος, και μπαίνει στην 1η θέση. 'Α, ώστε ταξιδεύουμε και 1η θέση ε? Ε, δεν το γλιτώνεις το δούλεμα' σκέφτηκε. Κοίταξε τις φίλες της. 'Ηταν όλες ικανοποιητικά απασχολημένες. I-pod η μία, περιοδικό η άλλη, ψαλίδα στα μαλλιά η τελευταία. Πήρε το κινητό της και του έστειλε μήνυμα. 'Να έχεις υπόψη σου πως τους VIPs τους πετάνε πρώτους στη θάλασσα σε περίπτωση ανάγκης.' 'Με είδες και δε με χαιρέτησες?' την ρώτησε. 'Εννοείται' του απάντησε.

Εκείνος, πήγαινε σε ένα γάμο στο Πόρτο Χέλι. 'Ε, αφού θα είσαι εκεί με σκάφος, πάρε κανένα τηλέφωνο μήπως βρεθούμε αύριο για μπάνιο κάπου' του είπε. Απλά για να το έχει πει κι αυτό, ξέρεις... Περιέργως, της τηλέφωνησε το ίδιο βράδυ και της είπε να βρεθούν την επομένη για μπάνιο, με τις παρέες τους, στην Κορακιά. Ούτε ήξερε πού ήταν αυτό. Ένα μέρος κοντά στο Πόρτο Χέλι, στην Κώστα, στον Άγιο Αιμιλιανό, ξέρω κι εγώ? Πάρε έναν πορτολάνο να το βρεις χρυσέ μου! 'Κι αν έρθεις, μπορεί να σε αφήσω να κερδίσεις στο τάβλι!' της είπε πειραχτικά. 'Ναι, κάνε μας και τη χάρη τώρα!' σκέφτηκε εκείνη. Δεδομένης της προϊστορίας, θεώρησε πως παραήταν μεγάλη αυτή η κίνηση για τα μάτια του μόνο. Δεν προβληματίστηκε όμως και τόσο πολύ και έριξε την ιδέα στο τραπέζι.

Την επομένη, φορτώθηκαν όλοι στο φουσκωτό, γύρω στα οκτώ άτομα, και ξεκίνησαν για Κορακιά. Κοιτούσε τους φίλους της και σκεφτόταν 'Χριστέ μου, πού τους τραβάω τώρα για έναν γκόμενο?' Πήγαιναν, πήγαιναν, έφτασαν σιγά σιγά Κώστα, Άγιο Αιμιλιανό, Πόρτο Χέλι. 'Ωραία. Και τώρα που πάμε?' την ρώτησαν. Τον πήρε τηλέφωνο να μάθει: 'Δε μου λες, που είναι η Κορακιά?' Της είπε εκεί κάτι οδηγίες, που αν τις άκουγε καπετάνιος θα καράφλιαζε. 'Όχι στον πρώτο κόλπο, ούτε στον δεύτερο. Συνέχισε ευθεία και μπες στον τρίτο μετά το ξενοδοχείο.' Λες και έδινε οδηγίες για το καλύτερο πατσατζίδικο στο κέντρο της Αθήνας. Συνέχισαν, μπαινόβγαιναν στους κολπίσκους, δεν έβρισκαν την Κορακιά με τίποτα. Η ώρα περνούσε. Είχε μεσημεριάσει. Η παρέα είχε τσουρουφλιστεί από τον ήλιο για τα καλά. Κάποια στιγμή, βρήκαν ευτυχώς έναν ευλογημένο ψαρά ο οποίος τους εξήγησε ακριβώς που να πάνε.

Έδεσαν δίπλα στο σκάφος και έπεσαν για μπάνιο. Η παρέα της δεν σχολίασε τίποτα, αλλά εκείνη είδε πως δεν ήταν και κανένα φοβερό μέρος με ονειρεμένα νερά. Εκείνη, ανέβηκε στο σκάφος και άρχισε το 'μπούρου μπούρου' το 'χαχαχα' και το τάβλι μαζί του. Πάνω στη μισή ώρα, κι αφού της είχε πάρει τα βρακιά στο τάβλι, της ανακοίνωσε πως εκείνοι έπρεπε να φύγουν για να πάνε να ετοιμαστούν για τον γάμο. 'Αργήσατε βλέπεις' της είπε. 'Αχ, θα σε βαρέσω! Ψήλους στα άχυρα έβρισκα πιο εύκολα χωρίς τις οδηγίες σου!' σκέφτηκε.

Ξέδεσαν το φουσκωτό από το σκάφος κι έμειναν εκεί σαν τους μπάστακες. Είχε μαζευτεί όλη της η παρέα πάνω στο φουσκωτό κι έτρωγαν δροσιστικά ροδάκινα, βανίλιες και κοντούλες. Τους κοιτούσε και σκεφτόταν 'Δε μπορεί, θα με ξεχέσουν για όλη αυτή την ταλαιπωρία στην οποία τους έβαλα!' Πρόσεξε πως έριχναν κοφτές, συνωμοτικές ματιές μεταξύ τους, όπως όταν έπαιζαν τον 'δολοφόνο'. 'Νάτο, μου έρχεται το σιχτίρι' σκέφτηκε. Ξαφνικά, ξέσπασαν όλοι σε γέλια. 'Μωρή!!! Αν ερωτευτείς δηλαδή πού στον κόρακα θα μας τρέχεις???' της είπαν... Χορωδία...

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2009

Αγαπητό Ημερολόγιο- Μια δεκάχρονη εξομολογείται (Part 1)

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 1992

Σήμερα στη γυμναστική παίξαμε βόλεϋ. Έτσι έπαιξα εγώ, η Μόνικα και ο Μπάμπης ο Βλάχος εναντίον της Μαριάνθης, του Πανόπουλου, της Λίνας και του Βαγγέλη. Α, ναι ξέχασα εμείς είχαμε και τον Αλέξανδρο τον Παλαμίδη. Που λες μας νικούσαν. Η Μαριάνθη όταν έπαιρναν έναν πόντο οριόταν σαν να νίκησε κύπελο. Εμένα (χωρίς να έχει καμία σχέση με το Σπύρο) με εκνεύριζε φοβερά έτσι σε μια στιγμή όπως παίζαμε και πήραν ένα πόντο μου ξεφεύγει και της λέω 'Καλά ρε μην ορίεσαι έτσι'. Τότε εκείνη γύρισε και μου λέει 'Τι είπες?' Τότε εγώ της είπα 'Τίποτα, τίποτα'. Μετά όμως τους νικήσαμε 1-0 και η Μαριάνθη θύμωσε και δεν έδινε σημασία. Για να δούμε τι θα γίνει αύριο! Καληνύχτα

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 1992

Σήμερα στο εικοσάλεπτο παίξαμε βόλεϋ κι έβαλα 15 πόντους και τους πήραμε (κάποιων παιδιών η Μαριάνθη δεν έπαιζε) το σετ. Έτσι η Μαριάνθη βάλθηκε να γίνει καλύτερη. Έτσι το μιάωρο έπαιξε ποδόσφαιρο. Πήγα να τους ρωτήσω αν ήθελαν να παίξουν μαζί μας βόλεϋ και η Μαριάνθη λέει 'Δεν μπορώ τώρα παίζω ποδόσφαιρο κι έχω βάλει δύο γκολ'. Ύστερα την τελευταία ώρα που είχαμε γεωγραφία με ρωτάει 'Αγαπάς κανέναν?' κι εγώ της λέω 'Δε σου λέω'. Τότε λέει ΄Δεν σε ρώτησα ποιον αλλά αν αγαπάς', τότε της λέω εγώ 'Δεν σου λέω' κι έτσι τελείωσε το θέμα. Καληνύχτα

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 1992

Σήμερα ο Σπύρος (Δημήτρης) έχει τη γιορτή του. Λοιπόν αποφάσισα να τον πάρω τηλέφωνω. Τον πήρα του λέω χρόνια πολλά δεν είπαμε τίποτα άλλο και παραξενεύτηκα. Έτσι αποφάσισα να τον ρωτήσω αν τα έχουμε ακόμα. Έπειτα η αδελφή μου πήρε τηλέφωνω την αδελφή του και της ζήτησε τον Σπύρο. Επειδή ήμουν τόσο αποφασιστηκή να το πω μόλις πήρε το ακουστικό και είπαμε γεια τον ρώτησα. Μου είπε πως εκείνος ήθελε, έτσι του είπα ότι κι εγώ το ήθελα και τώρα τα έχουμε. Όπως μιλούσαμε τότε με ρωτάει αν τα έχω με τον Γιώργο τον Μαρκόπουλο. Του λέω εγώ όχι. Τον ρώτησα κι εγώ αν τα έχει με καμία άλλη και μου λέει όχι. Ύστερα μου είπε κάτι που οποσδήποτε πρέπει να το γράψω: Φιλιά και γεια σου. Εγώ έπαθα, του είπα επίσης, δηλαδή φιλιά και δώσαμε το ακουστικό στις αδελφές μας.

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 1992

Ξέρω 'ντάξει δεν σου έγραψα, με συγχωρείς. Λοιπόν που λες χθες η αδελφή μου πήγε στο πάρτυ της αδελφής του Σπύρου. Και να δεις μόλις πήγαμε να την πάρουμε, ο Σπύρος έτρεξε στο μπαλκόνι σαν τρελός, χαιρετηθήκαμε, ήταν πολύ ωραία. Τώρα να σου πω για σήμερα. Σήμερα τον Σπύρο τον είδα πάρα πολλές φορές. Μία στα αγγλικά που με κοιτούσε και χαμογελούσε και μετά συνέχεια και στην τραπεζαρία όπου του έδωσα την τσίχλα που μου έδωσε η Μόνικα. Αύριο αν τον δω θα του πω αφού ντρέπεται να μιλάμε για να μην μας καταλάβουν θα του πω να μου στέλνει χαρτάκια όπου θα έχει γράψει. Πολύ ωραία μέρα σήμερα!! Σλημερα δώσαμε και εξετάσεις in French.

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 1992

Σήμερα είχαμε βέβαια σχολείο οπότε τον ξαναείδα τον Σπύρο στην τραπεζαρία και του έδωσα μια Big Babol και μία Bublicious. Μόλις του τις έδωσα μου είπε: Να σε φιλήσω!
Ντρεπόμουν να του πω για τα χαρτάκια κι έτσι δεν του το είπα. Ύστερα την ώρα της γυμναστικής με κοίταξε. Στο μπάσκετ νικήσαμε 20-9 νομίζω. Στο λεωφορείο με τον Γιώργο και με τον Βαγγέλη λέγαμε ποιος αγαπάει ποιον. Αύριο θα μάθω και θα σου πω!

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 1992

Σήμερα ο Βαγγέλης και ο Γιώργος μου είπαν ότι... (αγαπάνε) εμένα. Είχα πάρει δυο τσίχλες και τις έδωσα στον Σπύρο. Κάτι όμως δεν πήγε καλά. Στον όμιλο που πήγα αποφασίσαμε να ξεγραφτούμε. Έτσι αύριο θα πάμε στο γραφείο του Διευθυντή για να δούμε τι θα γίνει. Φοβάμαι μην μας φωνάξει. Αύριο θα σου ξαναγράψω. Καληνύχτα

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 1992

Λοιπόν έχω να σου πω ότι από τότε που ο Γιώργος και ο Βαγγέλης είπαν αυτό το πράγμα νομίζω ότι έχουν αλλάξει συμπεριφορά.
Στον Σπύρο σήμερα έδωσα ένα ολόκληρο πακέτο Big Babol αλλά δεν έγινε τίποτα άλλο.
Το βράδυ η μαμά μου πήρε την γαλλικού τηλέφωνω και η κυρία της είπε ότι κάνω απροσεξίες και ότι στο τεστ μια άσκηση την έκανα λάθος και μέσο ώρο πήρα 41/50 16.5/20. Αυτά δυστυχώς έγιναν μόνο σήμερα. Γεια!!!

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009

Συγγνώμη, Είπαμε Γιόγκα ή Βόγκα?

Δεν ήταν καλά. Δεν ήταν καθόλου καλά! Πρώτον: Είχε χάσει τη δουλειά της. Εν μέσω οικονομικής κρίσης, λόγω οικονομικής κρίσης, κατάλαβες τώρα. Δεύτερον: Ερχόταν ακόμα ένα καλοκαίρι το οποίο θα αντιμετώπιζε ξανά-μανά ως μπακούρι. Και ξέρεις, τον πρώτο χρόνο, ωραία, κάνεις ό,τι τρέλα θες, τέλεια! Τον δεύτερο, εντάξει, χαβαλέ, μία από τα ίδια. Τον τρίτο πια, πάλιωσε το αστείο. Της είχε λείψει η αγκαλίτσα, η σοκολατίτσα, το λουλουδάκι, το ηλιοβασιλεματάκι. Έμπαινε και η άνοιξη σιγά σιγά, οπότε όπως καταλαβαίνεις, είχε αρχίσει να 'θολώνει'. Είχε αφηνιάσει, είχε σεληνιαστεί, το ήθελε το κατιτίς της. Και τρίτον: Της είχε βρει ο γυναικολόγος της μία κύστη που δεν έλεγε να φύγει. 'Αυτό θα χρειαστεί χειρουργείο. Πρέπει να ηρεμήσεις. Αυτά έχουν συνήθως ψυχολογική αιτία.' της είχε πει κι εκείνη τα είχε πάρει στο κρανίο. 'Γιατί είναι πάντα αυτή η απάντηση σε όλα? Στην εποχή που ζούμε, είναι σα να μου λες πως φταίει που αναπνέω!' σκεφτόταν. Για καλή της τύχη, εκείνη την εποχή, ήταν άνεργη και η κολλητή της. 'Λοιπόν Κατινάκι! Θα ξεκινήσουμε γιόγκα! Να κάνουμε τις αναπνοές μας, να φτιάξουμε κορμάρες για το καλοκαίρι, και να βρούμε το κέντρο μας να ηρεμήσουμε. Να δεις, θα ξεχάσεις και την κύστη και όλα!' της είπε.

Βρήκαν λοιπόν μια φίλη- φίλου- φίλης- ολέ που έκανε μαθήματα, και πήγαν. Νωρίς το απογευματάκι. Για να κάνεις γιόγκα να ξέρεις πως πρέπει να έχεις φάει τρεις ώρες πριν, όχι λιγότερο. Εγώ θα πω πως αυτό ισχύει απόλυτα, αρκεί να μην έχεις φάει μπιφτέκια. Εκεί το έχασες το παιχνίδι. Έρχεται και κάθεται στούκα στο στομάχι και τέλος. Αν φας λοιπόν μπιφτέκια, μην ντραπείς. Χώσε και μια μακαρονάδα, και μια σοκολατίνα, και πήγαινε για γιόγκα την επομένη.

Με το που μπήκαν μέσα στο στούντιο, τους ήρθε ένα πλάκωμα. Δε μπορούσαν να αναπνεύσουν εύκολα. 'Εδώ, κάνουμε γιόγκα στους 40 βαθμούς, για να μην τραυματιστούμε με τα τεντώματα, αλλά και για να φύγουν οι τοξίνες από το σώμα' είπε η δασκάλα. 'Μάλιστα. Εδώ θα πεθάνω. Σε μιάμιση ώρα, και ακίνητη να κάτσω, αν με τρυπήσεις με πιρούνι, σίγουρα θα τα έχω χάσει όλα τα υγρά μου. Σαν την γαλοπούλα στο φούρνο.' σκέφτηκε. Οι συν-γιογκίστριες? Απλά, χάρμα! Κυράτσες του κερατά. Εμ, τι περίμενες χρυσή μου, τόσο νωρίς μέσα στη μέρα? Άκουγε ατάκες του στιλ 'Άσε αγάπη μου, έπαθε εγκεφαλικό ο πεθερός μου και έτρεχα!' και 'Με συγχωρείς κούκλα μου, αλλά εγώ έρχομαι περισσότερο καιρό, και αυτή είναι η θέση μου'. Η περιβολή τους? ΠΑΝΟΜΟΙΟΤΥΠΗ. Κολάν και από πάνω βρακατέλο ριγέ. Κοιλιά έξω, και από πάνω μπουστάκι ριγέ, ασορτί. Πολύ early 90s. Οι δικές μας, με φόρμα και t-shirt. Κλασσικά... Αναρωτιόταν πως θα κατάφερνε να συγκεντρωθεί. Είχε κολλήσει το μυαλό της στο ότι ανά πάσα στιγμή, θα έμπαινε μέσα η Δήμητρα Παπαδοπούλου α λα 'Απαράδεκτοι' και θα έλεγε 'Και ένα, και δύο και φλεξ και πόιντ'.

Πήραν όλες θέση και το μάθημα ξεκίνησε. Περίμενε να ακούσει ινδική μουσική. Ατμοσφαιρική. Κι όμως... Έκανε λάθος... Οι αναπνοές ξεκίνησαν με το 'My Heart Will Go On' από τον Τιτανικό. Συνέχισε με Wind of Change- Scorpions, Lady in Red- Chris de Burgh, The Power Of Love- Celine Dion και άλλα παρόμοια. Το μπιφτέκι ανέβαινε απειλητικά. Αυτή δεν ήταν μουσική για γιόγκα. Ήταν ώρα για μπλουζ σε πάρτι δημοτικού. Ήταν ντίσκο κρουαζιερόπλοιου που έμεινε στον ωκεανό καθ'όλη τη διάρκεια των 90ς και ακόμα το ψάχνουν.

Όταν τελείωσε το μάθημα (πάθημα που έγινε μάθημα, καλύτερα), οι φιλενάδες συμφώνησαν πως εκεί δεν ξαναπάνε. Δεν πρόλαβαν να περάσουν δυο μέρες και της τηλεφώνησε η κολλητή της. 'Βρήκα άλλο γκρουπ! Λένε είναι πολύ καλό! Πάμε σήμερα κιόλας! της είπε. Έβαλαν πάλι τις φόρμες τους και πήγαν... Χυμαδιό τελείως...

Λιγότερα άτομα. Γυναίκες ΜΟΝΟ... Αδύνατες... Με ιδιαίτερα προσεγμένες περιβολές. Και λίγο μακιγιάζ... Χμμμ... Μες τις κουκλάρες, εκείνη ένιωσε.. κουβάς. Δάσκαλος πουθενά. Έστρωσαν τα στρώματά τους και περίμεναν. Τα φώτα χαμήλωσαν. Άρχισε να παίζει ινδική μουσική. 'Αχ τέλεια! Μου αρέσει ήδη!' σκέφτηκε. Ο δάσκαλος ξεπρόβαλε. Για να το θέσω καλύτερα, ο 'φέτας' ξεπρόβαλε. 'Στεγνός' ο τύπος. Θα έβγαζε τη μέρα με σπαράγγια και μάλλον δεν κοιτούσε ούτε φωτογραφία γλυκού, μην πεταχτεί καμιά θερμίδα από την εικόνα και του κάτσει στον κοιλιακό. Υπέροχη μούρη, φανταστικό σώμα, και κατά τα άλλα θα κάνουμε γιόγκα...

Εισπνοήηηη... 'Άκουσα ότι σε ψιλο-πιάνει ο τύπος την ώρα του μαθήματος, για να σου διορθώσει τις στάσεις' της ψιθύρισε η φίλη της. Και εκπνοήηηη... 'Τι εννοείς 'πιάνει' μωρή! Καθυστερημένη είσαι? Για να ηρεμήσω υποτίθεται ότ ήρθαμε!' της απάντησε. Και εισπνοήηηη... Η φίλη της προσπάθησε να πνίξει το γέλιο της, και πάνω στην σύγχυση εισπνοής από τη μύτη και γέλιου, άρχισε να βήχει. Και εκπνοήηηη... 'Καλά, μαζί δεν θα φύγουμε από εδώ?! Θα τα ακούσεις μετά...' ανταποκρίθηκε το Κατινάκι.

Ο δάσκαλος όμως, δεν άργησε να της την πέσει. Από πίσω... Σκυφτή όπως ήταν, στην στάση του σκύλου, της έπιασε τη μέση και τράβηξε τη λεκάνη της προς το ταβάνι. Έβαλε τα χέρια του στην πλάτη της, και πίεσε τον κορμό της προς το πάτωμα. Φίλε μου, έτσι έγιναν τα πράγματα, ψέματα να σου πω? Για γιόγκα μιλάμε, συγκεντρώσου... Το αίμα, της είχε ανέβει στο κεφάλι. 'Φύγε αγορίνα μου να χαρείς την ώρα που γεννήθηκες!' σκέφτηκε. Η φίλη της, την κοιτούσε και είχε πεθάνει στα γέλια. Ευτυχώς η Κατίνα δεν άργησε να πάρει την εκδίκησή της. Ο δάσκαλος κατευθύνθηκε και στην κολλητή της. Χέρια από δω, πόδια από κει, την τέντωνε, την έσπρωχνε με όλο του το σώμα, μέχρι που την έδεσε κόμπο. Εκείνη, είχε απλά χάσει τον κόσμο όλο... 'Τσάκα τον τώρα ηλίθια' της ψιθύρισε το Κατινάκι χαμογελώντας.

Όταν τελείωσε το μάθημα και μπήκαν στο αμάξι να φύγουν, αναστέναξαν ταυτόχρονα κοιτώντας το υπερπέραν. Μόνο το Κατινάκι κατάφερε να αρθρώσει λέξη. 'Λοιπόν. Βλαμμένη. Στην πρώτη απόπειρα, ξενέρωσα. Στην δεύτερη, καραψήθηκα, αλλά για λάθος λόγους. Συμπέρασμα: Γιόγκα ΤΕΛΟΣ! Θα πάμε να κάνουμε Powerplate. Να'ρθει να γίνει το μυαλό ζελέ από τη δόνηση και το μπζζζζζ, μπας και χαζέψουμε και ηρεμήσουμε με αυτόν τον τρόπο'.

Τρίτη 11 Αυγούστου 2009

Κι ο κολιός τον Αύγουστο

Σου έλειψα. Το ξέρω μη μου το λες. Με πονά και μόνο η σκέψη. Μα πρέπει να με καταλάβεις. Είναι χάι σίζον για μένα τώρα. Ως τουρίστας κι εγώ στο επάγγελμα, αν δε λείψω τον Αύγουστο, πότε θα λείψω? Μη μου ζητάς να βάλω τον Αύγουστο καινούρια ιστορία. Είναι άδικο, να είσαι εσύ στην παραλία και να πρέπει να μείνω εγώ κολλημένη στον υπολογιστή. Ήρθε ο κολιός και έφυγα εγώ, η ζαργάνα. Πανάθεμά με... Πάω να βουτήξω. Πάω να μαζέψω λίγο ήλιο, να φωτοσυνθέσω. Μη μου βάζεις τύψεις στο μυαλό. Και προπάντων μη με κάνεις να σε σιχτιρίσω όπως κανείς άλλος μέχρι τώρα.
Ένα γράμμα στον Άγνωστο Αναγνώστη.

Τζουτζουμπρίνες μου, μπουμπουκάκια μου, λατρεμένα μου τρολ! Επειδή βρισκόσαστε εις τα παραλίας, και λιάζεστε λέγω απροκάλυπτα, αποφάσισα να μην εβάλω ιστορίαι τον Αύγουστο τούτο! Γιατί σας ερωτώ: Γιατί να εκάψω εγώ τας ιστορίας μου όταν εσείς άντε να βλεφαρίσετε ταχαίως και τυχαίως ίσως δια έναν δευτερόλεπτον το blog ετούτο ενώ διακοπίζετε? Κάτι τοιούτο είναι αδικέστατον. Θα επανέλθω με το που πατήσει τας πόδας του ο Σεπτέμβριος, διότι τότε είναι που θα αρχίσετε να τα επαίζετε κι εσείς. Μην κοροϊδευόμαστε τα 'πάει το καλοκαιράκι' και 'καλό χειμώνα' δεν εβοήθησαν ποτέ κανέναν ταπεινό πλην τίμιο αναγνώστη. Οπόταν, θα είμαι εδώ να σας εξανακρατήσω την χείραν με το αριβάρισμα του Σεπτεμβρίου! Σας εφιλώ καλά μου τρολ!

Σύντομα και πάλι κοντά σας! Με αμείωτη τρέλα και πολύ σαρδέλα...

Boubouloubou

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

Στο Δόξα Πατρί Χωρίς Έλεος

Ήταν κούκλος. Ήταν η προσωποποίηση του 'τι πλάσμα είσαι εσύ αγόρι μου'.

Δεν θα τον είχε προσέξει. Είχε μόλις ξεκινήσει στην καινούρια της δουλειά και ήταν πολύ αγχωμένη. Προγραμματίστρια! Την είχαν υποδεχτεί θερμά. Της έδειξαν το γραφείο της και άνοιξαν τους υπολογιστές της για να της δείξουν τα προγράμματα. Δύο οθόνες και είκοσι ανοιγμένα παράθυρα να την κοιτούν κατάματα. Εκατόν είκοσι μηνύματα να αναβοσβήνουν με τρέλα απαιτώντας την άμεση προσοχή της. Αυτό δεν είναι δουλειά! Ο υπολογιστής, μας δουλεύει κανονικότατα. Κάνει πάρτι 80ς με φωτορυθμικά, ντισκομπάλα και φώτα νέον κι εμείς πρέπει να τον πάρουμε στα σοβαρά? Η κουκλίτσα μας αλληθώρισε μπροστά στο θέαμα. 'Δεν θα τα βγάλω πέρα! Δεν θα καταφέρω να μάθω όλα αυτά τα προγράμματα! Όπως ήρθα, θα με 'φύγουν'!' Περήφανη ελληνίδα η κοπελιά, σηκώθηκε, και κουβαλώντας την ποδοπατημένη όρεξή της για δουλειά, βγήκε έξω να κάνει ένα τσιγάρο να συνέλθει. (Μας βλέπει και κόσμος, ντροπή). Έπρεπε να δει λίγο ήλιο, λίγο αυτοκίνητο να περνά, λίγο πεζό να περπατά, κάτι φυσιολογικό. Όχι αυτό το 'πέντε εγκεφαλικά- παράνοια- τρέλα' που της επιδείκνυε με σκέρτσο ο υπολογιστής της.

Μες το νεύρο το κορίτσι μας, έγειρε σε μια κολώνα και πήρε την πρώτη τζούρα. Κάτι όμως ήταν περίεργο. Ένιωθε πως κάποιος την κοιτούσε επίμονα. Ξέρεις, θα σου έχει τύχει κι εσένα. Άλλη όρεξη δεν είχε. Ήδη την παρακολουθούσε όλο το γραφείο, να δει αν 'η καινούρια' θα τα καταφέρει. 'Ποιος μαλάκας με κοιτάει τώρα?' αναρωτήθηκε. Γύρισε να κοιτάξει πίσω της και... τον είδε. ΤΟΝ ΕΙΔΕ. Όπως σου είπα, ένα τέτοιο πλάσμα δεν θα μπορούσε να το ονειρευτεί ούτε πίνοντας pina-collada σε αιώρα στην Καραϊβική. Έκλεισε γρήρορα τα μάτια και γύρισε από την άλλη. Ήταν βέβαιη πως είχε ξανα-αλληθωρίσει. 'Αχ Θεέ μου, λυπήσου μας πρωινιάτικα! Μια δουλειά είπαμε να πιάσουμε κι εμείς, και μέσα σε δύο ώρες έχεις ρίξει δύο κεραμίδες κατακέφαλα!'

Δεν κρατήθηκε. Έπρεπε να τον ξαναδεί. Ξαναγύρισε. Εκείνος, ακόμα κοιτούσε. Της χαμογέλασε. Του χαμογέλασε κι εκείνη, ελπίζοντας πως αυτή τη φορά τα μάτια της κοιτούσαν ευθεία. Πρέπει όντως να κοιτούσε ευθεία, διότι εκείνος αναθάρρησε, σηκώθηκε και άρχισε να περπατά προς το μέρος της. 'Τι κούκλος Παναγία μου!' σκέφτηκε. Ψηλός, αδύνατος (γεροδεμένος, όχι μύξας), με κοντό καστανόξανθο μαλλί και δύο λαμπερά γαλάζια μάτια. 'Ναι, μάτιασέ μας τώρα να έρθει να δέσει η σημερινή πανωλεθρία' σκέφτηκε προς στιγμήν το ελληνάκι μας.

Έπιασαν την κουβέντα. Πώς σε λένε (είσαι κούκλος), πώς με λένε (ΕΙΣΑΙ ΚΟΥΚΛΟΣ), πώς κι από εδώ (είσαι ΘΕΟΣ), τι ωραίος καιρός (τρελαίνομαι, πεθαίνω), ναι τι ωραίος καιρός (κόβω φλέβα για σένα), πόσο μου αρέσουν τα πουλάκια που τιτιβίζουν (λιποθυμώ, χάνομαι) και τα συναφή. Κάπνιζε κι εκείνος. Σήκωσε το χέρι να πάρει μια τζούρα, κι εκείνη τη στιγμή, μια αντανάκλαση, μια λάμψη πέρασε μπροστά από τα μάτια της, που την έκανε να τα κλείσει. Και τότε την είδε. Στο τέταρτο, άψογα σχηματισμένο, ονειρεμένο δαχτυλάκι του, μια πανέμορφη, λαμπερή, περήφανη βέρα. Εκείνη έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω, κοίταξε τα ουράνια και χαμογέλασε πικρά. 'Yo Θεέ! Πλάκα μας κάνεις? Και τρίτη κεραμίδα? Αυτό πια, είναι ρεκόρ! Έχεις όρεξη για καλαμπούρι σήμερα και από όλο τον κόσμο διάλεξες εμένα για να σπάσεις πλάκα? Ελπίζω να το διασκεδάζεις! Στη θέση σου θα πνιγόμουν ήδη από τα γέλια!'

'Από που είσαι?' τον ρώτησε για να συνεχίσει την κουβέντα χαλαρά, σα να μην τρέχει τίποτα. 'Από την Ολλανδία' απάντησε εκείνος. Αυτό ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να ακούσει εκείνη τη στιγμή. Είχε πάει στο Άμστερνταμ πριν καιρό, και ακόμα δε μπορούσε να ξεχάσει τη γλώσσα των Ολλανδών. Τρελαινόταν στα γέλια όποτε τους άκουγε να μιλούν. Αυτοί παιδί μου, ήταν στην κορυφή του Πύργου της Βαβέλ και έγιναν δέκτες όλου του αλαμπουρνέζικου που γινόταν από κάτω.

Ηρέμησε. Ήξερε πως δεν θα μπορούσε να ονειρευτεί έρωτες, αγάπες και κουφέτα με αυτόν τον άνθρωπο. Γιατί ξέρεις πως πάνε αυτά. Αργά ή γρήρορα, μαθαίνει ο ένας τη γλώσσα του άλλου. Κι αν κάποια στιγμή της έλεγε 'Σε αγαπώ. Μου δίνεις το αλάτι σε παρακαλώ?' Αυτό για να καταλάβεις, μεταφράζεται ως εξής: Ik houd van u. Te gaan gelieve het zout over. 'Ναι αγάπη μου! Τώρα, περίμενε! Κ29, αποβιβάζων Γκάααζι, όβερ.' Το ξέρω. Το διάβασες κι εσύ και σε έπιασε λόξυγκας, έσπασες τη γλώσσα σου και νομίζω ρεύτηκες.

Έσβησε το τσιγάρο της και γύρισε στο ξέφρενο πάρτι των υπολογιστών.

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009

Μια μαργαρίτα διαφορετική από τις άλλες

'Μαμά, στο σχολείο θα χορέψουμε τις Τέσσερις Εποχές του Vivaldi. Εγώ θα παίξω στην Άνοιξη. Θα είμαι μαργαρίτα.'

Δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Η 1η Δημοτικού ήταν δύσκολη από μόνη της. Τόσα παιδιά τριγύρω, κλωτσιές, μπουνιές, μακριά από τη μαμά, μύξες κάτω από το θρανίο, 'Κυρία πιπί', και άπειρες απορρίψεις. Ναι, γιατί το είχε ζήσει και αυτό. Είχε πλησιάσει ένα κοριτσάκι και του είπε 'Θες να γίνουμε φίλες?' Κι εκείνο απάντησε 'Όχι... Έχω...' Αχ, θα έπρεπε να μένουμε πάντα παιδιά. Μόνο τότε είναι αποδεκτές τέτοιες ωμές αντιδράσεις. 'Δε σε ρώτησα αν θέλεις τσίχλα βλίτο!' και μαύρο δάκρυ η δικιά μας. Καλωσήρθες στο πρώτο 'προστατευμένο' δείγμα κοινωνίας. We hope you enjoy the ride. Και τώρα τι??? Έπρεπε να παίξει τη μαργαρίτα, και με βάση χορευτικού να στροβιλίζεται ανέμελα πάνω στη σκηνή μπροστά σε συμμαθητές, δασκάλους, γονείς και κηδεμόνες.

Η φορεσιά της? Απλά ΚΟΡΥΦΗ! Έπρεπε να την φτιάξει η μαμά της. Ολόσωμο πράσινο κορμάκι (παραπέμπει στο κλωνάρι), στολισμένο με μαργαρίτες (τα άνθη- έλα σκέψου και λίγο μόνος σου), και στο κεφάλι ένα στεφάνι πάλι στολισμένο με μαργαρίτες (που παραπέμπει σε ακόμα περισσότερα άνθη αλλά και στην άνοιξη αυτή καθεαυτή). Δε λες που δεν της κάρφωσαν καμιά τεράστια μαργαρίτα στο κεφάλι να θυμίζει Βεργίνα...

Το κοριτσάκι μας στάθηκε στα παρασκήνια μαζί με τις υπόλοιπες συμμαθήτριες- μαργαριτούλες και περίμενε πότε θα έρθει η σειρά τους για το μεγάλο show που θα την έστελνε κατευθείαν στα Μπολσόι. Στη σκηνή παιζόταν ο Χειμώνας. Έλα, το φαντάστηκες ε? Ένας συμμαθητής έπαιζε τον άνεμο. Φυσούσε, ξεφυσούσε, έτρεχε σε όλη τη σκηνή. Καλέ! Θα σκάσει το κακόμοιρο με τόσο φύσημα και τρέξιμο! Και γύρω γύρω, άλλες συμμαθήτριες που έπαιζαν, φυσικά, τις χιονόμπαλες- χιονοστιβάδες- νιφάδες χιονιού, ανάλογα με τις περιμετρικές τους διαστάσεις.

Κοίταξε τον εαυτό της. Τι ταπείνωση Χριστέ μου. 'Αφού είμαι ΜΠΟΥΜΠΟΥ! Αυτό δεν είναι κλωνάρι, είναι κοτζάμ κορμός! Είμαι απλά ένα σύνολο απο φραντζολάκια που τελικά σχηματίζουν άνθρωπο.' σκέφτηκε. Έχει έμπνευση η φύση μερικές φορές. Αλλά μη γελιόμαστε. Δεν φταίει η φύση. Τα κατεβάζεις και τα κρουασανάκια σου, και τις σοκολάτες σου και τις μακαρονάδες. 'Το παιδί είναι στην ανάπτυξη' άκουγε να λένε και κουνούσε συγκαταβατικά το κεφάλι. Μπουτάκι εδώ, μπρατσάκι εκεί, κοιλιά ΝΑ! Όλα καλυμμένα με φωσφοριζέ πράσινο χρώμα για να μην το χάσει το μάτι σου. Αυτή δεν ήταν 'βιολογική' μαργαρίτα. Ήταν μεταλλαγμένη μαργαρίτα, στο εργαστήριο τρελού επιστήμονα, τον οποίο και καταβρόχθισε στο τέλος. Και το στεφάνι? Σκέτη ποίηση. Ο Θεός να το κάνει στεφάνι. Έτσι όπως το φόρεσε, ήταν σαν κορδέλα του Daniel-son. Για να έχεις μια ολοκληρωμένη εικόνα, φαντάσου αθλητή του σούμο σε αποκριάτικο πάρτυ.

Έφτασε η ώρα. Έφυγε ο αγέρας και οι χιονόμπαλες, και άρχισε να παίζει η Άνοιξη. Οι μαργαριτούλες ξεχύθηκαν στη σκηνή. Ξεχύθηκε και η δικιά μας. Λίγο ανέμελο τροτ στη σκηνή με ανοιχτά χέρια- στροφή- τρέχουμε προς την άλλη- σηκώνουμε λίγα πέταλα από το πάτωμα- τα πετάμε ψηλά- στριφογυρίζουμε- παίρνουμε ανάσα- τρέχουμε προς την άλλη. Χαιρετάμε τις άλλες μαργαριτούλες στο πέρασμά μας- καλύπτουμε ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΔΗΠΟΤΕ όλη τη σκηνή. Δεν πρέπει να μείνει κενό. Ποιος θα φανταζόταν πως η άνοιξη εμπεριείχε τόση δουλειά...

Προσπαθούσε να μείνει στο βάθος της σκηνής, να φαίνεται όσο το δυνατόν λιγότερο. Το κύμα μαργαρίτας όμως, την παρέσυρε στο κέντρο της σκηνής. Στα πολλά φώτα. Πήρε σβάρνα το πανό που κρεμόταν (στολισμένο με μαργαρίτες- είσαι πανέξυπνος, μου αρέσεις), το στεφάνι έπεσε μπροστά στα μάτια της. Έριξε μια ξεγυρισμένη κωλιά σε μια λεπτεπίλεπτη μαργαριτούλα που περνούσε ξέγνοιαστα από δίπλα της και την σώριασε κάτω. Δεν πειράζει. Αυτά συμβαίνουν στον κόσμο των φυτών.

Το κομμάτι τελείωσε. Η μαμά και ο μπαμπάς χειροκροτούσαν από κάτω εκστασιασμένοι. 'Είσαι κούκλα', διάβασε τα χείλη της μαμάς της. 'Μαμά, είμαι 6, δεν είμαι χαζή. Είμαι γελοία, όχι κούκλα' σκέφτηκε. Άλλα έτσι είναι. Οι γονείς, τα παιδιά τους τα βλέπουν πανέμορφα πάντα. Όπως και οι ερωτευμένοι βλέπουν ο ένας τον άλλο ΘΕΟ!

Τι σου εύχομαι? Να'σαι πάντα τυφλωμένος στη ζωή αυτή.

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2009

Μια Κλανιά για Καλημέρα

Είχε μόλις σημειώσει την πρώτη μεγάλη της επιτυχία! Μετά από δύο χρόνια τυχαίων δουλειών από εδώ κι από εκεί, την είχαν προσλάβει στην εταιρεία των ονείρων της. Μία από τις μεγαλύτερες διαφημιστικές εταιρείες του κόσμου, με τα κεντρικά της γραφεία στο Mayfair, αυτή την τόσο posh περιοχή του Λονδίνου.

Ήξερε τώρα την καθημερινή της ρουτίνα και ήταν πανευτυχής! Έπαιρνε στις 8:30 το μετρό, κατέβαινε στην στάση του Green Park, έπαιρνε έναν καφέ από τα Starbucks, πήγαινε γραφείο, άνοιγε υπολογιστή, και μέχρι να φορτώσει το ρημάδι, έβγαινε έξω για το πρώτο τσιγάρο της ημέρας. Ήταν και Αύγουστος τότε, η καλύτερή της. Ντάλα ήλιος, παγωμένος καφές, μπουτάκια έξω λοιπόν κτλ.

Εκείνη τη μέρα όμως, η κοιλίτσα της ήταν λίγο βαριά... Η αλήθεια είναι πως το σκέφτηκε πριν πάρει τον καφέ, αλλά τελικά τον λιγουρευόταν τόσο που τον πήρε. Άναψε τον υπολογιστή και βγήκε μόνη να κάνει το πρώτο τσιγάρο. Έξω από την εταιρεία είχε ένα πολύ ωραίο πέτρινο πεζούλι στο οποίο πάντα καθόταν όταν κάπνιζε. Η εντερική ενόχληση εξακολουθούσε πεισματικά. Ξέρεις τι θα επακολουθήσει, δεν ξέρεις? Ε μα βέβαια ξέρεις χρυσέ μου! Το ερώτημα είναι εκείνη γιατί δεν το προέβλεψε. Γιατί βάλε κάτω τα στοιχεία και δες το να έρχεται με μαθηματική ακρίβεια: εντερικό πατατράκ από τα ντονέρ που σαβούρωνες χθες + πρώτος ΔΙΠΛΟΣ καφές της ημέρας + πρώτο τσιγάρο + κωλαράκι που κάθεται στην δροσερή ακόμα πέτρα = έκρηξη επικών διαστάσεων, στην πιο καλοβαλμένη περιοχή του Λονδίνου. Εκεί που σε βλέπουν και σε ακούν οι πάντες.

Τα γόνατά της άρχισαν να συγκλίνουν. Ιδρώτας άρχισε να σχηματίζεται στο φρεσκοβαμμένο της μουτράκι. Τα μάτια της γούρλωσαν. Δεν υπήρχε διαφυγή. Να τρέξει στην τουαλέτα της εταιρείας δε μπορούσε. Με τον καφέ αγκαλιά και με βηματισμό που θα έμοιαζε με παρωδία βάδην, δεν υπήρχε περίπτωση... Και τώρα? Κοίταξε γύρω της... Ψυχή... 'Αυτή είναι η ευκαιρία μου' σκέφτηκε. Ξανακοίταξε. Κανείς... Ξέρεις πώς μερικές φορές μπορείς να ρυθμίσεις και να βάλεις σιγαστήρα στην κλανιά σου? Ω ναι, υπάρχει τρόπος. Δε μπορώ να σου τον περιγράψω τεχνικά, αλλά είμαι σίγουρη πως ξέρεις τι εννοώ. Έλα τώρα... Μην ντρέπεσαι... Έτσι πίστευε κι εκείνη πως θα τα κατάφερνε και έτσι... την άφησε...

ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ!!! Τέτοιο ήχο δεν είχε βγάλει ούτε όταν έκλανε σπίτι της με την περιέργεια για το πόσο δυνατά μπορεί να κλάσει. Ο Χριστός και η Παναγία! Ήταν ένας κρότος φοβερός! Πίστεψέ με, το πέτρινο πεζούλι στο οποίο καθόταν, δεν βοήθησε την κατάσταση. Είμαι σίγουρη πως άκουσα και ηχώ...

Με το που έκλασε, τα περιστέρια από τα δέντρα πέταξαν μακριά. Τα σύννεφα μαζεύτηκαν. Τα φανάρια στην Piccadilly σταμάτησαν να δουλεύουν... Το μόνο που την καθησύχαζε ήταν πως δεν ήταν κανείς γύρω. Και τότε σήκωσε το βλέμμα. Ε μα βέβαια! ΝΑΤΟΣ! Καλέ, νάτος ο κυριούλης! Στα δυόμισι μέτρα κιόλας! Κουστουμαρισμένος, με την τσάντα του... Σε κάποιο ραντεβού θα πηγαίνει. Με βάση την περιοχή, θα΄ναι ή τραπεζικός ή δικηγόρος. Σου λέω χάρμα ο κύριος. Περιποιημένος, σκέτος επαγγελματίας! Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας, είναι?

Το αγαπημένο μας κοριτσάκι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Θα σου έλεγα πως 'χέστηκε πάνω της' αλλά δεδομένου του συμβάντος, θα το έπαιρνες κυριολεκτικά. Τα μάγουλά της άρχισαν να φουντώνουν. Μου ήθελες και ρουζ, δεν κοιτάς τα χάλια σου! Ωχ Θεέ μου, τι ρεζίλι! Μα πώς δεν τον είδε? Πώς να τον δεις αγάπη μου με δυο γουλιές μόνο καφέ?! Και χέστον καφέ, τελικά αυτό που σε ξύπνησε ήταν η πρωινή, μεγαλοπρεπής, περήφανη κλανιά σου!

ΚΥΡΙΟΣ όμως ο κύριος. Δεν την κοίταξε, πέρασε από μπροστά της και συνέχισε. Γιατί αυτό είναι ένα καλό των Άγγλων: 'Ποιός είναι? Τι έγινε? Εγώ δεν άκουσα, δεν είδα τίποτα. Εγώ στην δουλειά μου πηγαίνω'. Γιατί αν ήταν άλλος, ας προσπαθούσες με τα μάτια να τον πείσεις πως δεν έκλασες εσύ, αλλά... κατάλαβες... εεεεεεεε... η γλάστρα δίπλα σου.

Καλημέρα λοιπόν! ΚΑΛΗΜΕΡΑ!

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2009

Μια βραδιά στο Ελ Πράσο

Καλοκαίρι. Ζέστη φοβερή, γαλάζιος ουρανός, τζιτζίκια. Ήταν τόσο τυχεροί! Είχαν καταφέρει να πάρουν και οι δύο, άδεια δύο εβδομάδες και είπαν να χαρούν τον έρωτά τους σε ένα resort στην Χαλκιδική. Είχαν κανονίσει να βρουν εκεί και ένα ζευγάρι φίλων. Τι φίλων δηλαδή, εκείνος συνεργάτης του αγοριού της, οπότε βρίσκονταν και κοινωνικά.

Έβαλαν τα πράγματα στο αυτοκίνητό της και ξεκίνησαν. Γιατί, ως νέο ζευγάρι, ήθελαν να χαβαλεδιάσουν και στη διαδρομή. Η ζωή είναι τόσο όμορφη όταν είσαι ερωτευμένος! Όλα λάμπουν! Τον κοιτούσε, την κοιτούσε, you are beautiful- I love you.

Έφτασαν. Παράδεισος. Πισίνα εδώ, θάλασσα εκεί, και μες την πρασινάδα, μικρά bungalows (για να έχεις και την ησυχία σου όποτε θες χρυσέ μου). Εκείνη, μες τη φύση, μες τη θάλασσα, μες τη χαρά, μες τον έρωτα. 'Αυτή είναι ζωή' σκέφτηκε.

Οι μέρες περνούσαν όμορφα. Οι άντρες έκαναν θαλάσσια σπορ, εκείνες έπιναν χυμούς, λιάζονταν και διάβαζαν περιοδικά μόδας. 'Όχι αγάπη μου! Δεν θέλω να κάνω σκι πια. Βαρέθηκα να μου κάνει κλύσμα η θάλασσα όποτε πέφτω και κουράστηκα να δείχνω τα κάλλη μου στο πανελλήνιο όποτε μου βγαίνει το μαγιό. Αρκετά!' Ακολουθούσαν τα παραδοσιακά μεσημεριανά τσιμπούσια, με ψαρομεζέδες και ουζάκι, σιέστα, και έξοδο το βράδυ για ποτό. Η καλύτερη ώρα? Όταν έπεφταν για ύπνο το βράδυ. Μην πάει εκεί ο νους σου ξεδιάντροπε! Αφήνοντας άφοβα την μπαλκονόπορτα ανοιχτή, έμπαινε όλη νύχτα, το δροσερό αεράκι στο δωμάτιο. Αυτό, σε συνδυασμό με τον ήλιο, το θαλασσινό νερό, και τις ενυδατικές κρέμες με τις οποίες παστωνόταν, την έκανε να νιώθει όχι μόνο πως ξεκουράζεται παραπάνω, αλλά πως αποτοξινώνεται ο οργανισμός της από όλο το στρες του χειμώνα.

Εκείνο το βράδυ όμως ήταν διαφορετικό. Κατά τις 3 τα ξημερώματα, άνοιξε τα μάτια, κι εκείνος δεν ήταν δίπλα της... Σηκώθηκε. Κοίταξε στο μπάνιο. Φώναξε το όνομά του: 'Κήτα?' (ναι, έτσι τον έλεγαν. Μάπα, στο επώνυμο. Κοινώς, γνωστός ως Κήτα Μάπα). Τίποτα. Πήγε προς τη μπαλκονόπορτα. 'Πού έχει πάει?' Βγήκε έξω κι άρχισε να περπατά στο γκαζόν μήπως και τον βρει κάπου. 'Κήτα? Κήτα???'

Άξαφνα, τον βλέπει μέσα σε κάτι φυλλωσιές. 'Κήτα? Τι κάνεις εδώ?' Την κοίταξε αποχαυνωμένος. 'Όντως. Κόιτα μάπα!' σκέφτηκε εκείνη. 'Τι συμβαίνει?' τον ρώτησε. Εκείνη τι στιγμή, με την άκρη του ματιού της, διέκρινε μια γυναικεία φιγούρα να ξεγλιστρά μες τις σκιές και να εξαφανίζεται. Ω ναι, ήταν η κυρία του κυρίου. Έκανε πως δεν την είδε. Δεν θα της την γλίτωνε έτσι αυτός. Τον κοιτούσε επίμονα και περίμενε να δει τι μαλακία θα της πει. 'Λοιπόν?' ξαναρώτησε. 'Εεεεεε, τίποτα αγάπη μου. Απλά ήθελα να σου κόψω ένα Εντελβάις, που είναι τόσο σπάνια, για να το φέρω στο μαξιλάρι σου!' Το είπε περήφανα! Κορδώθηκε! Τα μάτια του έλαμπαν λες και σκεφτόταν 'Το Discovery channel θα με σώσει πάλι. Εντελβάις! Τι ωραία που το σκέφτηκα αυτό ο κερατάς!'

Την πέταξε τη μπαρούφα. 'Ηταν αλήθεια... Τον είχε πιάσει το (ελ) πράσο. Η γλυκιά μας δεν κρατήθηκε. Και ξέρεις, η κοπέλα μας είναι πολύ καθωσπρέπει. Βέβαια! Με τα γαλλικά της, το πιάνο της, το μπαλέτο της, πάντα κομψή, ήξερε ποιό μαχαιροπίρουνο χρησιμοποιείς πότε, δεν καμπούριαζε ποτέ, κτλ. Και βρισιές? Ούτε για δείγμα! Αλλά αυτό πήγαινε πολύ! Δεν άντεξε και έβγαλε από μέσα της ό,τι είχε και δεν είχε.

'Τι λες ρε τελειωμένε άχρηστε τύπε? Σε μένα τα πουλάς αυτά? Έχεις το ύφος του παντογνώστη, που κόβει και ράβει και τα έχει όλα σε τάξη και σειρά, και μου πετάς 'Εντελβάις, αγάπη μου'? Αυτό το λουλούδι είναι σπανιότατο, ζει στα κρύα και σε υψόμετρο 2000- 2900 μέτρων, ρε γελοίε! Χαλκιδική είμαστε! Εγκλιματίσου! Αν και απ'ότι είδα, εγκλιματίστηκες μια χαρά! Αντίο αγαπημένε! Εύχομαι να είναι πάντα 'λάδι η θάλασσα' σε κάθε πλευρά της ζωή σου'.

Γύρισε στο bungalow, μάζεψε βιαστικά τα πράγματά της, τα φόρτωσε στο αμαξάκι της και έφυγε για Αθήνα. Ξημέρωσε. Είχε πάει 11 η ώρα περίπου κι εκείνη πλησίαζε στον προορισμό της. Σήκωσε το κινητό της και άρχισε να πληκτρολογεί. 'Έλα μαμά! Τον έπιασα στα πράσα μαμάααα! Σε λίγο φτάνω σπίτι.' 'Γράψτους όλους και προχώρα! Ψηλά το κεφάλι κορούλα μου! Επόμενος...!' της απάντησε. 'Εγώ, μόλις ήρθα για μπάνιο. Σου έχω έτοιμη ξαπλώστρα και μας παραγγέλνω τώρα Campari- πορτοκάλι. Να προσέχεις στο δρόμο. Σε περιμένω. Η θάλασσα είναι όνειρο!'

Έκλεισε το τηλέφωνο. Άνοιξε τα παράθυρα και έβαλε δυνατή μουσική. Ήταν λίγος. Τόσο λίγος, που το ρεύμα από τα παράθυρα έσβησε κάθε ανάμνηση της ύπαρξής του από μέσα της. Χαμογέλασε. Έπρεπε να το είχε φανταστεί. Το όνομά του ήταν τόοοοοοσο κουφό...

Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Το Καλό Καλσόν στην Ανάγκη Φαίνεται

Είχε πάρει την απόφασή της. Θα έκανε τα πάντα για να φέρει την αντιπροσωπεία του αγαπημένου της Γάλλου μόδιστρου στην Ελλάδα. Είχε κάνει τις μελέτες της, είχε έρθει σε επικοινωνία κι επιτέλους είχε βρει ένα παραθυράκι στο βεβαρημένο του πρόγραμμα για να τον συναντήσει αυτοπροσώπως στο γραφείο του στο Παρίσι.

Αααααχ Παρίσι. Η πόλη του έρωτα. Εκεί που τα πουλιά κελαηδούν ολιμερίς με τρέλα, εκεί που τα ζευγαράκια φιλιούνται σε κάθε γωνία, εκεί που όλοι σου μιλούν γαλλικά κι εσύ δεν καταλαβαίνεις Χριστό. Φίλε μου, σε ρώτησα 'Που είναι το metro?' To 'metro' είναι η μόνη λέξη που καταλαβαίνουμε και οι δύο. Τι μου λες τώρα 'Ντεριέρ σινεμά, κομ ιλ φό, κλαφουτί'? 'Φιλέ μινιόν, σος μπερνέζ' σου απαντώ και άι σιχτίρ θα το βρω μόνη μου.

Μη σε τρομάζω όμως αγαπητέ αναγνώστη. Η κοπελιά μας το κατείχε το γαλλικό. Είχε μάθει απ'όταν ήταν μικρή. Το μικρό προβληματάκι εμφανίζεται στο ότι είχε χρόνια να τα μιλήσει. Αλλά ως γνήσιο παιδί των 80ς, σκεφτόταν πως αν ακόμα μπορούσε να τραγουδήσει το 'Je m'appelle Jordi' , θα της ξανάρχονταν όλα στο μυαλό. Άσε που αν τα έβρισκε σκούρα, θυμόταν έναν γαλλικό γλωσσοδέτη, τον οποίο και ο Σαρκοζί να άκουγε, θα την έκανε υπουργό εσωτερικών.

Έφτιαξε λοιπόν τη βαλίτσα της και πέταξε για Παρίσι. Την ημέρα του ραντεβού ήταν αγχωμένη όσο δεν πάει. 'Πρέπει να τον εντυπωσιάσω! ΠΡΕΠΕΙ να τον εντυπωσιάσω!' Είχε βρει το συνολάκι της επιτυχίας. Μια μαύρη ίσια φούστα μέχρι το ύψος του γονάτου, μαύρο δικτυωτό καλσόν (μη φανταστείς Β κατηγορία, φαντάσου ΑΑΑ), μαύρη λουστρινένια γόβα με σεμνό αλλά εμφανές τακούνι. Από πάνω, όμορφο άσπρο πουκάμισο που έπεφτε γάντι, με μια ιδέα ντεκολτέ, και τέλος μια μεγάλη μαύρη ζώνη που αγκάλιαζε τη μέση της και την έκανε δαχτυλήθρα. Ναι, η ηρωίδα μας είναι αδύνατη γιατί έτσι το θέλαμε εντάξει? Τα ξανθά μαλλιά της τα είχε ισιώσει και τα είχε πιάσει σε μια ψηλή αλογοουρά. Βάψιμο ανεπαίσθητο αλλά αισθητό (αυτές αντιφάσεις που μόνο μια γυναίκα μπορεί να αντιληφθεί), και τσάντα φάκελος- tres professionel, tres chic.

Ξεκίνησε λοιπόν να περπατάει. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. 'Όχι δεν θα ιδρώσω, ΔΕΝ ΘΑ ΙΔΡΩΣΩ! Είμαι στην τρίχα, ατσαλάκωτη, είναι όλα όπως πρέπει'. Καλή μου, ωραία όλα αυτά αλλά κοίτα και που πατάς! Δεν το είδε το κενό στο πλακάκι, σκαλώνει το τακούνι και... πάρτην κάτω. Φαρδιά, πλατιά, μπγγγγουμητά στο πεζοδρόμιο. Η τσάντα φάκελος έφυγε κούριερ για Λονδίνο μέσω Dover- Callais. Το μαλλί ήρθε αλλοπρόσαλλο μπροστά και τούφες χώθηκαν στο στόμα της. Σα να της ψιθύριζε κάποιος 'Σσσσσσ μη μιλάς, είσαι στο chic Paris'. Το πουκάμισο βγήκε από την φούστα. Και ναι, ω ναι, το καλσόν έκανε μια τρύπα μεγάλη όση του όζοντος. Το γονατάκι είχε ματώσει λίγο αλλά όλα τα άλλα εκτεθειμένα άκρα έμειναν ευτυχώς ανέπαφα.

Σηκώθηκε κόκκινη σαν παντζάρι. Σκέφτηκε τι να κάνει. Δεν είχε ώρα να γυρίσει στο ξενοδοχείο να αλλάξει. Όχι ότι είχε και τίποτα άλλο να βάλει. Αυτό ήταν ΤΟ ΣΥΝΟΛΑΚΙ. Από κει και πέρα, τζινάκι, t-shirtάκι, all-starάκι... 'Τι θα κάνω, τι θα κάνω!!' Κοίταξε αριστερά της. Τραπεζάκια. 'Ναι Θεέ μου, έπεσα μπροστά σε καφετέρια'. Φώναξε τον σερβιτόρο. Του ζήτησε ένα ποτήρι βότκα. Γλυκέ μου, με κοιτάς λίγο λοξά ή πολύ γαλλικά? Φέρτηνα την βότκα και τελείωνε που καιγόμαστε!

Κοίταξε τα πόδια της. Αίσχος. Έμοιαζε με γοργόνα στα δίχτυα ψαρά. (Ναι, μα σου το είπα. Είναι όμορφη, αδύνατη, με ατελείωτα πόδια) Με μανιώδεις κινήσεις άρχισε να σκίζει το καλσόν. Το εξαφάνισε σε δευτερόλεπτα και το έχωσε στην τσάντα της. Μάζεψε το πουκάμισο, ξανάδεσε τη ζώνη. Έστρωσε τη φούστα με δυο κινήσεις, ξέρεις, σαν αυτές της γάτας που τρίβεται. Η βότκα κατέφθασε. Έβγαλε ένα μαντήλι, το βούτηξε μέσα και το ακούμπησε στο γόνατό της. Από την υπερένταση, ούτε τσίμπημα ένιωσε ούτε τίποτα. 'Αυτό είναι! Ούτε γάτα, ούτε ζημιά!' σκέφτηκε. Ξανάπιασε τα χρυσαφένια μαλλιά της, φόρεσε γυαλί μάσκα (γιατί και η μαγκιά έχει τα όριά της, μόλις σωριαστήκαμε στη μέση του δρόμου) και πήγε στο ραντεβού.

Πριν καν κάνουν χειραψία, ο μόδιστρος την σκάναρε από την κορφή ως τα νύχια. Αυστηρό βλέμμα, κρύο. Χμμμ... Διακρίνω ένα μειδίαμα? Την πλησίασε με παρατεταμένο το δεξί χέρι: 'Bonjour. Μου αρέσετε πολύ. Το καλσόν είναι τόσο passe' mid- season!'

Το deal είχε κλείσει. Ήταν βέβαιο. Το καλσόν θα παρέμενε στο συρτάρι του ταμείου της boutique στην Αθήνα για πάντα.