Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

Στο Δόξα Πατρί Χωρίς Έλεος

Ήταν κούκλος. Ήταν η προσωποποίηση του 'τι πλάσμα είσαι εσύ αγόρι μου'.

Δεν θα τον είχε προσέξει. Είχε μόλις ξεκινήσει στην καινούρια της δουλειά και ήταν πολύ αγχωμένη. Προγραμματίστρια! Την είχαν υποδεχτεί θερμά. Της έδειξαν το γραφείο της και άνοιξαν τους υπολογιστές της για να της δείξουν τα προγράμματα. Δύο οθόνες και είκοσι ανοιγμένα παράθυρα να την κοιτούν κατάματα. Εκατόν είκοσι μηνύματα να αναβοσβήνουν με τρέλα απαιτώντας την άμεση προσοχή της. Αυτό δεν είναι δουλειά! Ο υπολογιστής, μας δουλεύει κανονικότατα. Κάνει πάρτι 80ς με φωτορυθμικά, ντισκομπάλα και φώτα νέον κι εμείς πρέπει να τον πάρουμε στα σοβαρά? Η κουκλίτσα μας αλληθώρισε μπροστά στο θέαμα. 'Δεν θα τα βγάλω πέρα! Δεν θα καταφέρω να μάθω όλα αυτά τα προγράμματα! Όπως ήρθα, θα με 'φύγουν'!' Περήφανη ελληνίδα η κοπελιά, σηκώθηκε, και κουβαλώντας την ποδοπατημένη όρεξή της για δουλειά, βγήκε έξω να κάνει ένα τσιγάρο να συνέλθει. (Μας βλέπει και κόσμος, ντροπή). Έπρεπε να δει λίγο ήλιο, λίγο αυτοκίνητο να περνά, λίγο πεζό να περπατά, κάτι φυσιολογικό. Όχι αυτό το 'πέντε εγκεφαλικά- παράνοια- τρέλα' που της επιδείκνυε με σκέρτσο ο υπολογιστής της.

Μες το νεύρο το κορίτσι μας, έγειρε σε μια κολώνα και πήρε την πρώτη τζούρα. Κάτι όμως ήταν περίεργο. Ένιωθε πως κάποιος την κοιτούσε επίμονα. Ξέρεις, θα σου έχει τύχει κι εσένα. Άλλη όρεξη δεν είχε. Ήδη την παρακολουθούσε όλο το γραφείο, να δει αν 'η καινούρια' θα τα καταφέρει. 'Ποιος μαλάκας με κοιτάει τώρα?' αναρωτήθηκε. Γύρισε να κοιτάξει πίσω της και... τον είδε. ΤΟΝ ΕΙΔΕ. Όπως σου είπα, ένα τέτοιο πλάσμα δεν θα μπορούσε να το ονειρευτεί ούτε πίνοντας pina-collada σε αιώρα στην Καραϊβική. Έκλεισε γρήρορα τα μάτια και γύρισε από την άλλη. Ήταν βέβαιη πως είχε ξανα-αλληθωρίσει. 'Αχ Θεέ μου, λυπήσου μας πρωινιάτικα! Μια δουλειά είπαμε να πιάσουμε κι εμείς, και μέσα σε δύο ώρες έχεις ρίξει δύο κεραμίδες κατακέφαλα!'

Δεν κρατήθηκε. Έπρεπε να τον ξαναδεί. Ξαναγύρισε. Εκείνος, ακόμα κοιτούσε. Της χαμογέλασε. Του χαμογέλασε κι εκείνη, ελπίζοντας πως αυτή τη φορά τα μάτια της κοιτούσαν ευθεία. Πρέπει όντως να κοιτούσε ευθεία, διότι εκείνος αναθάρρησε, σηκώθηκε και άρχισε να περπατά προς το μέρος της. 'Τι κούκλος Παναγία μου!' σκέφτηκε. Ψηλός, αδύνατος (γεροδεμένος, όχι μύξας), με κοντό καστανόξανθο μαλλί και δύο λαμπερά γαλάζια μάτια. 'Ναι, μάτιασέ μας τώρα να έρθει να δέσει η σημερινή πανωλεθρία' σκέφτηκε προς στιγμήν το ελληνάκι μας.

Έπιασαν την κουβέντα. Πώς σε λένε (είσαι κούκλος), πώς με λένε (ΕΙΣΑΙ ΚΟΥΚΛΟΣ), πώς κι από εδώ (είσαι ΘΕΟΣ), τι ωραίος καιρός (τρελαίνομαι, πεθαίνω), ναι τι ωραίος καιρός (κόβω φλέβα για σένα), πόσο μου αρέσουν τα πουλάκια που τιτιβίζουν (λιποθυμώ, χάνομαι) και τα συναφή. Κάπνιζε κι εκείνος. Σήκωσε το χέρι να πάρει μια τζούρα, κι εκείνη τη στιγμή, μια αντανάκλαση, μια λάμψη πέρασε μπροστά από τα μάτια της, που την έκανε να τα κλείσει. Και τότε την είδε. Στο τέταρτο, άψογα σχηματισμένο, ονειρεμένο δαχτυλάκι του, μια πανέμορφη, λαμπερή, περήφανη βέρα. Εκείνη έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω, κοίταξε τα ουράνια και χαμογέλασε πικρά. 'Yo Θεέ! Πλάκα μας κάνεις? Και τρίτη κεραμίδα? Αυτό πια, είναι ρεκόρ! Έχεις όρεξη για καλαμπούρι σήμερα και από όλο τον κόσμο διάλεξες εμένα για να σπάσεις πλάκα? Ελπίζω να το διασκεδάζεις! Στη θέση σου θα πνιγόμουν ήδη από τα γέλια!'

'Από που είσαι?' τον ρώτησε για να συνεχίσει την κουβέντα χαλαρά, σα να μην τρέχει τίποτα. 'Από την Ολλανδία' απάντησε εκείνος. Αυτό ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να ακούσει εκείνη τη στιγμή. Είχε πάει στο Άμστερνταμ πριν καιρό, και ακόμα δε μπορούσε να ξεχάσει τη γλώσσα των Ολλανδών. Τρελαινόταν στα γέλια όποτε τους άκουγε να μιλούν. Αυτοί παιδί μου, ήταν στην κορυφή του Πύργου της Βαβέλ και έγιναν δέκτες όλου του αλαμπουρνέζικου που γινόταν από κάτω.

Ηρέμησε. Ήξερε πως δεν θα μπορούσε να ονειρευτεί έρωτες, αγάπες και κουφέτα με αυτόν τον άνθρωπο. Γιατί ξέρεις πως πάνε αυτά. Αργά ή γρήρορα, μαθαίνει ο ένας τη γλώσσα του άλλου. Κι αν κάποια στιγμή της έλεγε 'Σε αγαπώ. Μου δίνεις το αλάτι σε παρακαλώ?' Αυτό για να καταλάβεις, μεταφράζεται ως εξής: Ik houd van u. Te gaan gelieve het zout over. 'Ναι αγάπη μου! Τώρα, περίμενε! Κ29, αποβιβάζων Γκάααζι, όβερ.' Το ξέρω. Το διάβασες κι εσύ και σε έπιασε λόξυγκας, έσπασες τη γλώσσα σου και νομίζω ρεύτηκες.

Έσβησε το τσιγάρο της και γύρισε στο ξέφρενο πάρτι των υπολογιστών.

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009

Μια μαργαρίτα διαφορετική από τις άλλες

'Μαμά, στο σχολείο θα χορέψουμε τις Τέσσερις Εποχές του Vivaldi. Εγώ θα παίξω στην Άνοιξη. Θα είμαι μαργαρίτα.'

Δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Η 1η Δημοτικού ήταν δύσκολη από μόνη της. Τόσα παιδιά τριγύρω, κλωτσιές, μπουνιές, μακριά από τη μαμά, μύξες κάτω από το θρανίο, 'Κυρία πιπί', και άπειρες απορρίψεις. Ναι, γιατί το είχε ζήσει και αυτό. Είχε πλησιάσει ένα κοριτσάκι και του είπε 'Θες να γίνουμε φίλες?' Κι εκείνο απάντησε 'Όχι... Έχω...' Αχ, θα έπρεπε να μένουμε πάντα παιδιά. Μόνο τότε είναι αποδεκτές τέτοιες ωμές αντιδράσεις. 'Δε σε ρώτησα αν θέλεις τσίχλα βλίτο!' και μαύρο δάκρυ η δικιά μας. Καλωσήρθες στο πρώτο 'προστατευμένο' δείγμα κοινωνίας. We hope you enjoy the ride. Και τώρα τι??? Έπρεπε να παίξει τη μαργαρίτα, και με βάση χορευτικού να στροβιλίζεται ανέμελα πάνω στη σκηνή μπροστά σε συμμαθητές, δασκάλους, γονείς και κηδεμόνες.

Η φορεσιά της? Απλά ΚΟΡΥΦΗ! Έπρεπε να την φτιάξει η μαμά της. Ολόσωμο πράσινο κορμάκι (παραπέμπει στο κλωνάρι), στολισμένο με μαργαρίτες (τα άνθη- έλα σκέψου και λίγο μόνος σου), και στο κεφάλι ένα στεφάνι πάλι στολισμένο με μαργαρίτες (που παραπέμπει σε ακόμα περισσότερα άνθη αλλά και στην άνοιξη αυτή καθεαυτή). Δε λες που δεν της κάρφωσαν καμιά τεράστια μαργαρίτα στο κεφάλι να θυμίζει Βεργίνα...

Το κοριτσάκι μας στάθηκε στα παρασκήνια μαζί με τις υπόλοιπες συμμαθήτριες- μαργαριτούλες και περίμενε πότε θα έρθει η σειρά τους για το μεγάλο show που θα την έστελνε κατευθείαν στα Μπολσόι. Στη σκηνή παιζόταν ο Χειμώνας. Έλα, το φαντάστηκες ε? Ένας συμμαθητής έπαιζε τον άνεμο. Φυσούσε, ξεφυσούσε, έτρεχε σε όλη τη σκηνή. Καλέ! Θα σκάσει το κακόμοιρο με τόσο φύσημα και τρέξιμο! Και γύρω γύρω, άλλες συμμαθήτριες που έπαιζαν, φυσικά, τις χιονόμπαλες- χιονοστιβάδες- νιφάδες χιονιού, ανάλογα με τις περιμετρικές τους διαστάσεις.

Κοίταξε τον εαυτό της. Τι ταπείνωση Χριστέ μου. 'Αφού είμαι ΜΠΟΥΜΠΟΥ! Αυτό δεν είναι κλωνάρι, είναι κοτζάμ κορμός! Είμαι απλά ένα σύνολο απο φραντζολάκια που τελικά σχηματίζουν άνθρωπο.' σκέφτηκε. Έχει έμπνευση η φύση μερικές φορές. Αλλά μη γελιόμαστε. Δεν φταίει η φύση. Τα κατεβάζεις και τα κρουασανάκια σου, και τις σοκολάτες σου και τις μακαρονάδες. 'Το παιδί είναι στην ανάπτυξη' άκουγε να λένε και κουνούσε συγκαταβατικά το κεφάλι. Μπουτάκι εδώ, μπρατσάκι εκεί, κοιλιά ΝΑ! Όλα καλυμμένα με φωσφοριζέ πράσινο χρώμα για να μην το χάσει το μάτι σου. Αυτή δεν ήταν 'βιολογική' μαργαρίτα. Ήταν μεταλλαγμένη μαργαρίτα, στο εργαστήριο τρελού επιστήμονα, τον οποίο και καταβρόχθισε στο τέλος. Και το στεφάνι? Σκέτη ποίηση. Ο Θεός να το κάνει στεφάνι. Έτσι όπως το φόρεσε, ήταν σαν κορδέλα του Daniel-son. Για να έχεις μια ολοκληρωμένη εικόνα, φαντάσου αθλητή του σούμο σε αποκριάτικο πάρτυ.

Έφτασε η ώρα. Έφυγε ο αγέρας και οι χιονόμπαλες, και άρχισε να παίζει η Άνοιξη. Οι μαργαριτούλες ξεχύθηκαν στη σκηνή. Ξεχύθηκε και η δικιά μας. Λίγο ανέμελο τροτ στη σκηνή με ανοιχτά χέρια- στροφή- τρέχουμε προς την άλλη- σηκώνουμε λίγα πέταλα από το πάτωμα- τα πετάμε ψηλά- στριφογυρίζουμε- παίρνουμε ανάσα- τρέχουμε προς την άλλη. Χαιρετάμε τις άλλες μαργαριτούλες στο πέρασμά μας- καλύπτουμε ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΔΗΠΟΤΕ όλη τη σκηνή. Δεν πρέπει να μείνει κενό. Ποιος θα φανταζόταν πως η άνοιξη εμπεριείχε τόση δουλειά...

Προσπαθούσε να μείνει στο βάθος της σκηνής, να φαίνεται όσο το δυνατόν λιγότερο. Το κύμα μαργαρίτας όμως, την παρέσυρε στο κέντρο της σκηνής. Στα πολλά φώτα. Πήρε σβάρνα το πανό που κρεμόταν (στολισμένο με μαργαρίτες- είσαι πανέξυπνος, μου αρέσεις), το στεφάνι έπεσε μπροστά στα μάτια της. Έριξε μια ξεγυρισμένη κωλιά σε μια λεπτεπίλεπτη μαργαριτούλα που περνούσε ξέγνοιαστα από δίπλα της και την σώριασε κάτω. Δεν πειράζει. Αυτά συμβαίνουν στον κόσμο των φυτών.

Το κομμάτι τελείωσε. Η μαμά και ο μπαμπάς χειροκροτούσαν από κάτω εκστασιασμένοι. 'Είσαι κούκλα', διάβασε τα χείλη της μαμάς της. 'Μαμά, είμαι 6, δεν είμαι χαζή. Είμαι γελοία, όχι κούκλα' σκέφτηκε. Άλλα έτσι είναι. Οι γονείς, τα παιδιά τους τα βλέπουν πανέμορφα πάντα. Όπως και οι ερωτευμένοι βλέπουν ο ένας τον άλλο ΘΕΟ!

Τι σου εύχομαι? Να'σαι πάντα τυφλωμένος στη ζωή αυτή.

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2009

Μια Κλανιά για Καλημέρα

Είχε μόλις σημειώσει την πρώτη μεγάλη της επιτυχία! Μετά από δύο χρόνια τυχαίων δουλειών από εδώ κι από εκεί, την είχαν προσλάβει στην εταιρεία των ονείρων της. Μία από τις μεγαλύτερες διαφημιστικές εταιρείες του κόσμου, με τα κεντρικά της γραφεία στο Mayfair, αυτή την τόσο posh περιοχή του Λονδίνου.

Ήξερε τώρα την καθημερινή της ρουτίνα και ήταν πανευτυχής! Έπαιρνε στις 8:30 το μετρό, κατέβαινε στην στάση του Green Park, έπαιρνε έναν καφέ από τα Starbucks, πήγαινε γραφείο, άνοιγε υπολογιστή, και μέχρι να φορτώσει το ρημάδι, έβγαινε έξω για το πρώτο τσιγάρο της ημέρας. Ήταν και Αύγουστος τότε, η καλύτερή της. Ντάλα ήλιος, παγωμένος καφές, μπουτάκια έξω λοιπόν κτλ.

Εκείνη τη μέρα όμως, η κοιλίτσα της ήταν λίγο βαριά... Η αλήθεια είναι πως το σκέφτηκε πριν πάρει τον καφέ, αλλά τελικά τον λιγουρευόταν τόσο που τον πήρε. Άναψε τον υπολογιστή και βγήκε μόνη να κάνει το πρώτο τσιγάρο. Έξω από την εταιρεία είχε ένα πολύ ωραίο πέτρινο πεζούλι στο οποίο πάντα καθόταν όταν κάπνιζε. Η εντερική ενόχληση εξακολουθούσε πεισματικά. Ξέρεις τι θα επακολουθήσει, δεν ξέρεις? Ε μα βέβαια ξέρεις χρυσέ μου! Το ερώτημα είναι εκείνη γιατί δεν το προέβλεψε. Γιατί βάλε κάτω τα στοιχεία και δες το να έρχεται με μαθηματική ακρίβεια: εντερικό πατατράκ από τα ντονέρ που σαβούρωνες χθες + πρώτος ΔΙΠΛΟΣ καφές της ημέρας + πρώτο τσιγάρο + κωλαράκι που κάθεται στην δροσερή ακόμα πέτρα = έκρηξη επικών διαστάσεων, στην πιο καλοβαλμένη περιοχή του Λονδίνου. Εκεί που σε βλέπουν και σε ακούν οι πάντες.

Τα γόνατά της άρχισαν να συγκλίνουν. Ιδρώτας άρχισε να σχηματίζεται στο φρεσκοβαμμένο της μουτράκι. Τα μάτια της γούρλωσαν. Δεν υπήρχε διαφυγή. Να τρέξει στην τουαλέτα της εταιρείας δε μπορούσε. Με τον καφέ αγκαλιά και με βηματισμό που θα έμοιαζε με παρωδία βάδην, δεν υπήρχε περίπτωση... Και τώρα? Κοίταξε γύρω της... Ψυχή... 'Αυτή είναι η ευκαιρία μου' σκέφτηκε. Ξανακοίταξε. Κανείς... Ξέρεις πώς μερικές φορές μπορείς να ρυθμίσεις και να βάλεις σιγαστήρα στην κλανιά σου? Ω ναι, υπάρχει τρόπος. Δε μπορώ να σου τον περιγράψω τεχνικά, αλλά είμαι σίγουρη πως ξέρεις τι εννοώ. Έλα τώρα... Μην ντρέπεσαι... Έτσι πίστευε κι εκείνη πως θα τα κατάφερνε και έτσι... την άφησε...

ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ!!! Τέτοιο ήχο δεν είχε βγάλει ούτε όταν έκλανε σπίτι της με την περιέργεια για το πόσο δυνατά μπορεί να κλάσει. Ο Χριστός και η Παναγία! Ήταν ένας κρότος φοβερός! Πίστεψέ με, το πέτρινο πεζούλι στο οποίο καθόταν, δεν βοήθησε την κατάσταση. Είμαι σίγουρη πως άκουσα και ηχώ...

Με το που έκλασε, τα περιστέρια από τα δέντρα πέταξαν μακριά. Τα σύννεφα μαζεύτηκαν. Τα φανάρια στην Piccadilly σταμάτησαν να δουλεύουν... Το μόνο που την καθησύχαζε ήταν πως δεν ήταν κανείς γύρω. Και τότε σήκωσε το βλέμμα. Ε μα βέβαια! ΝΑΤΟΣ! Καλέ, νάτος ο κυριούλης! Στα δυόμισι μέτρα κιόλας! Κουστουμαρισμένος, με την τσάντα του... Σε κάποιο ραντεβού θα πηγαίνει. Με βάση την περιοχή, θα΄ναι ή τραπεζικός ή δικηγόρος. Σου λέω χάρμα ο κύριος. Περιποιημένος, σκέτος επαγγελματίας! Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας, είναι?

Το αγαπημένο μας κοριτσάκι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Θα σου έλεγα πως 'χέστηκε πάνω της' αλλά δεδομένου του συμβάντος, θα το έπαιρνες κυριολεκτικά. Τα μάγουλά της άρχισαν να φουντώνουν. Μου ήθελες και ρουζ, δεν κοιτάς τα χάλια σου! Ωχ Θεέ μου, τι ρεζίλι! Μα πώς δεν τον είδε? Πώς να τον δεις αγάπη μου με δυο γουλιές μόνο καφέ?! Και χέστον καφέ, τελικά αυτό που σε ξύπνησε ήταν η πρωινή, μεγαλοπρεπής, περήφανη κλανιά σου!

ΚΥΡΙΟΣ όμως ο κύριος. Δεν την κοίταξε, πέρασε από μπροστά της και συνέχισε. Γιατί αυτό είναι ένα καλό των Άγγλων: 'Ποιός είναι? Τι έγινε? Εγώ δεν άκουσα, δεν είδα τίποτα. Εγώ στην δουλειά μου πηγαίνω'. Γιατί αν ήταν άλλος, ας προσπαθούσες με τα μάτια να τον πείσεις πως δεν έκλασες εσύ, αλλά... κατάλαβες... εεεεεεεε... η γλάστρα δίπλα σου.

Καλημέρα λοιπόν! ΚΑΛΗΜΕΡΑ!

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2009

Μια βραδιά στο Ελ Πράσο

Καλοκαίρι. Ζέστη φοβερή, γαλάζιος ουρανός, τζιτζίκια. Ήταν τόσο τυχεροί! Είχαν καταφέρει να πάρουν και οι δύο, άδεια δύο εβδομάδες και είπαν να χαρούν τον έρωτά τους σε ένα resort στην Χαλκιδική. Είχαν κανονίσει να βρουν εκεί και ένα ζευγάρι φίλων. Τι φίλων δηλαδή, εκείνος συνεργάτης του αγοριού της, οπότε βρίσκονταν και κοινωνικά.

Έβαλαν τα πράγματα στο αυτοκίνητό της και ξεκίνησαν. Γιατί, ως νέο ζευγάρι, ήθελαν να χαβαλεδιάσουν και στη διαδρομή. Η ζωή είναι τόσο όμορφη όταν είσαι ερωτευμένος! Όλα λάμπουν! Τον κοιτούσε, την κοιτούσε, you are beautiful- I love you.

Έφτασαν. Παράδεισος. Πισίνα εδώ, θάλασσα εκεί, και μες την πρασινάδα, μικρά bungalows (για να έχεις και την ησυχία σου όποτε θες χρυσέ μου). Εκείνη, μες τη φύση, μες τη θάλασσα, μες τη χαρά, μες τον έρωτα. 'Αυτή είναι ζωή' σκέφτηκε.

Οι μέρες περνούσαν όμορφα. Οι άντρες έκαναν θαλάσσια σπορ, εκείνες έπιναν χυμούς, λιάζονταν και διάβαζαν περιοδικά μόδας. 'Όχι αγάπη μου! Δεν θέλω να κάνω σκι πια. Βαρέθηκα να μου κάνει κλύσμα η θάλασσα όποτε πέφτω και κουράστηκα να δείχνω τα κάλλη μου στο πανελλήνιο όποτε μου βγαίνει το μαγιό. Αρκετά!' Ακολουθούσαν τα παραδοσιακά μεσημεριανά τσιμπούσια, με ψαρομεζέδες και ουζάκι, σιέστα, και έξοδο το βράδυ για ποτό. Η καλύτερη ώρα? Όταν έπεφταν για ύπνο το βράδυ. Μην πάει εκεί ο νους σου ξεδιάντροπε! Αφήνοντας άφοβα την μπαλκονόπορτα ανοιχτή, έμπαινε όλη νύχτα, το δροσερό αεράκι στο δωμάτιο. Αυτό, σε συνδυασμό με τον ήλιο, το θαλασσινό νερό, και τις ενυδατικές κρέμες με τις οποίες παστωνόταν, την έκανε να νιώθει όχι μόνο πως ξεκουράζεται παραπάνω, αλλά πως αποτοξινώνεται ο οργανισμός της από όλο το στρες του χειμώνα.

Εκείνο το βράδυ όμως ήταν διαφορετικό. Κατά τις 3 τα ξημερώματα, άνοιξε τα μάτια, κι εκείνος δεν ήταν δίπλα της... Σηκώθηκε. Κοίταξε στο μπάνιο. Φώναξε το όνομά του: 'Κήτα?' (ναι, έτσι τον έλεγαν. Μάπα, στο επώνυμο. Κοινώς, γνωστός ως Κήτα Μάπα). Τίποτα. Πήγε προς τη μπαλκονόπορτα. 'Πού έχει πάει?' Βγήκε έξω κι άρχισε να περπατά στο γκαζόν μήπως και τον βρει κάπου. 'Κήτα? Κήτα???'

Άξαφνα, τον βλέπει μέσα σε κάτι φυλλωσιές. 'Κήτα? Τι κάνεις εδώ?' Την κοίταξε αποχαυνωμένος. 'Όντως. Κόιτα μάπα!' σκέφτηκε εκείνη. 'Τι συμβαίνει?' τον ρώτησε. Εκείνη τι στιγμή, με την άκρη του ματιού της, διέκρινε μια γυναικεία φιγούρα να ξεγλιστρά μες τις σκιές και να εξαφανίζεται. Ω ναι, ήταν η κυρία του κυρίου. Έκανε πως δεν την είδε. Δεν θα της την γλίτωνε έτσι αυτός. Τον κοιτούσε επίμονα και περίμενε να δει τι μαλακία θα της πει. 'Λοιπόν?' ξαναρώτησε. 'Εεεεεε, τίποτα αγάπη μου. Απλά ήθελα να σου κόψω ένα Εντελβάις, που είναι τόσο σπάνια, για να το φέρω στο μαξιλάρι σου!' Το είπε περήφανα! Κορδώθηκε! Τα μάτια του έλαμπαν λες και σκεφτόταν 'Το Discovery channel θα με σώσει πάλι. Εντελβάις! Τι ωραία που το σκέφτηκα αυτό ο κερατάς!'

Την πέταξε τη μπαρούφα. 'Ηταν αλήθεια... Τον είχε πιάσει το (ελ) πράσο. Η γλυκιά μας δεν κρατήθηκε. Και ξέρεις, η κοπέλα μας είναι πολύ καθωσπρέπει. Βέβαια! Με τα γαλλικά της, το πιάνο της, το μπαλέτο της, πάντα κομψή, ήξερε ποιό μαχαιροπίρουνο χρησιμοποιείς πότε, δεν καμπούριαζε ποτέ, κτλ. Και βρισιές? Ούτε για δείγμα! Αλλά αυτό πήγαινε πολύ! Δεν άντεξε και έβγαλε από μέσα της ό,τι είχε και δεν είχε.

'Τι λες ρε τελειωμένε άχρηστε τύπε? Σε μένα τα πουλάς αυτά? Έχεις το ύφος του παντογνώστη, που κόβει και ράβει και τα έχει όλα σε τάξη και σειρά, και μου πετάς 'Εντελβάις, αγάπη μου'? Αυτό το λουλούδι είναι σπανιότατο, ζει στα κρύα και σε υψόμετρο 2000- 2900 μέτρων, ρε γελοίε! Χαλκιδική είμαστε! Εγκλιματίσου! Αν και απ'ότι είδα, εγκλιματίστηκες μια χαρά! Αντίο αγαπημένε! Εύχομαι να είναι πάντα 'λάδι η θάλασσα' σε κάθε πλευρά της ζωή σου'.

Γύρισε στο bungalow, μάζεψε βιαστικά τα πράγματά της, τα φόρτωσε στο αμαξάκι της και έφυγε για Αθήνα. Ξημέρωσε. Είχε πάει 11 η ώρα περίπου κι εκείνη πλησίαζε στον προορισμό της. Σήκωσε το κινητό της και άρχισε να πληκτρολογεί. 'Έλα μαμά! Τον έπιασα στα πράσα μαμάααα! Σε λίγο φτάνω σπίτι.' 'Γράψτους όλους και προχώρα! Ψηλά το κεφάλι κορούλα μου! Επόμενος...!' της απάντησε. 'Εγώ, μόλις ήρθα για μπάνιο. Σου έχω έτοιμη ξαπλώστρα και μας παραγγέλνω τώρα Campari- πορτοκάλι. Να προσέχεις στο δρόμο. Σε περιμένω. Η θάλασσα είναι όνειρο!'

Έκλεισε το τηλέφωνο. Άνοιξε τα παράθυρα και έβαλε δυνατή μουσική. Ήταν λίγος. Τόσο λίγος, που το ρεύμα από τα παράθυρα έσβησε κάθε ανάμνηση της ύπαρξής του από μέσα της. Χαμογέλασε. Έπρεπε να το είχε φανταστεί. Το όνομά του ήταν τόοοοοοσο κουφό...