Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Λίγα και καλά...

Ήταν μια εξαιρετικά βαρετή μέρα. Καθόταν στο γραφείο της και κοιτούσε έξω από το παράθυρο... Μία από τα ίδια σήμερα στη δουλειά. Πφφφ.
Στο κινητό της χτύπησε μήνυμα. Whatsapp. Η κολλητή της.
‘Το βράδυ κρασάκι και μεζεδάκια στο ταβερνείο της γειτονιάς, ναι?’
‘Ναι.’ απάντησε. Έβαλε και τελεία. Οι τελείες, να ξέρεις, ή βαρεμάρα υποδηλώνουν ή νεύρα, στον κόσμο των μηνυμάτων. Κι εκείνη βαριόταν φριχτά, ψέμματα να πει?
Βγαίνοντας από το chat που είχε με την φίλη της, είπε να χαζέψει ποιοι άλλοι από τον τηλεφωνικό της κατάλογο είχαν την εφαρμογή Whatsapp στο κινητό τους.
Πόπη. ‘Αμάν η Πόπη!!! Είχε γενέθλια χθες! Και δεν την πήρα, το ζώον!’ Πάτησε κατευθείαν να της στείλει μήνυμα. Κάτω από το όνομα της Πόπης εμφανίστηκε η πληροφορία ‘last seen today at 10:17’. Μέχρι πριν 4 λεπτά δηλαδή κοιτούσε τα μηνύματά της. Βιάστηκε να της γράψει, να την προλάβει πριν παρατήσει πουθενά το κινητό της. Έτσι φανταζόταν πως θα έκανε.
‘Ποπάκι μου λατρεμένο! Χίλια ΧΙΛΙΑ συγγνώμη που δεν σου τηλεφώνησα χθες! Χρόνια σου πολλά! Θα σε πάρω μόλις φύγω από το γραφείο να σε ακούσω! Είμαι μια γαιδούρα, μα σε αγαπώ πολύ!!!’
Δεν πέρασαν δέκα δευτερόλεπτα και βλέπει την ένδειξη κάτω από το όνομα της Πόπης να αλλάζει. ‘Online’ (αχ μπράβο, το είδε!). Και λίγο μετά ‘Typing’ (Ωχ, τώρα θα το φάω το σιχτίρι) σκέφτηκε. ‘Ρεεεεεε, μην είσαι βλάκας! Ευχαριστώ πάρα πολύ! Μιλάμε αργότερα!’
Συνέχισε να χαζεύει τις επαφές της. Κάπου εκεί μέσα βρήκε και μια παλιά καλή της φίλη. ΠΑΛΙΑ και ΚΑΛΗ. Τωρινή και πλήρως αποξενωμένη. Τσακωμένη, παρεξηγημένη, όλα τα καλά. Πάτησε ‘τάχα μου’ να της στείλει μήνυμα. Να δει την ένδειξη που θα βγει κάτω από το όνομά της. Να φανταστεί τι μπορεί να έκανε εκείνη την ώρα η παλιά καλή της φίλη. Δεν βγήκε καμία ένδειξη. Τίποτα. Ξέρεις, υπάρχει τρόπος να τα κρύβεις αυτά. Έτσι δεν βλέπει κανείς, πότε μπήκες και πότε βγήκες από το Whatsapp. Πότε είσαι online και πότε δε μιλάς πια. ‘Πφφφ, πάντα κομπλεξικιά ήταν. Και βαρετή.’ σκέφτηκε και εκσφενδόνισε το κινητό της πάνω στο γραφείο. ‘Αμάν κι εσύ, ούτε μια ίντριγκα δε μπορείς να προσφέρεις’ είπε και το κοίταξε λοξά. Πώς κοιτάς το πιάτο με τα λαδερά φασολάκια που σου φέρνει η μαμά να φας ενώ περίμενες πως έχετε μακαρόνια με κυμά? Ε, έτσι... Το κινητό δεν πτοήθηκε, καθότι άψυχο αντικείμενο. Εκείνη εκνευρίστηκε ακόμα παραπάνω, καθότι γελοίο υποκείμενο.
Το κοιτούσε λοξά, το τσουρούφλιζε με το δαιμονισμένο της βλέμμα και ξάφνου.... Τα μάτια της άρχισαν να γυαλίζουν με πονηριά. 
‘Λες να έχει κρατήσει τον αριθμό που είχε τότε?’ αναρωτήθηκε.
Ήταν γεγονός. Είχε αρχίσει να φλερτάρει με το κινητό της. Άπλωσε το χέρι και η παλάμη της το αγκάλιασε τρυφερά. Μπήκε στο Whatsapp. Πληκτρολόγησε το όνομά του. Το πάτησε, ‘τάχα μου’ για να του στείλει μήνυμα. ‘last seen today at 08:10.’ Δεν είχε φωτογραφία του. Αυτός ο αριθμός θα μπορούσε να ανήκει στον οποιοδήποτε! Πάνε οκτώ χρόνια από τότε. Πωπω... Πέρασαν τόσα πολλά? Κι όμως.
Η καρδιά της σφίχτηκε. Γιατί όμως? Επειδή δεν ήξερε αν ήταν ακόμα ο αριθμός του και χωρίς φωτογραφία δεν θα μπορούσε και να μάθει? Ή μήπως της ήρθαν όλες οι αναμνήσεις από τότε?
Μα πότε πέρασαν οκτώ ολόκληρα χρόνια? Σαν σήμερα θυμάται την πρώτη φορά που τον αντίκρυσε. Σε ένα πάρτυ γενεθλίων κάποιου κοινού τους γνωστού. Εκείνη με τον τότε αρραβωνιαστικό της. Εκείνος, με την σύζυγό του. Δεν χρειάστηκε να τον κοιτάξει δεύτερη φορά. Με το που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους, την είχε μαγνητίσει. Ένα ‘!τσαφ!’. Αυτό ήταν όλο κι όλο. Το ίδιο μοιραίο ήταν και για εκείνον.  Έτσι φάνηκε στην πορεία. Δεν έκαναν ποτέ παρέα, πού και πού βρίσκονταν σε κοινωνικές υποχρεώσεις. Μα πώς είχε βρεθεί με τον αριθμό του τηλεφώνου του τότε? Έσπαγε το κεφάλι της να θυμηθεί. Α ναι! Είχε προσφερθεί να την φέρει σε επικοινωνία με κάποιον συνεργάτη του για μια δουλειά. Έτσι του είχε δώσει κι εκείνη το δικό της.
Μία φορά χρειάστηκε να βρεθεί μόνη στον ίδιο χώρο μαζί του ώστε να φροντίσουν να μην ξαναπλησιάσουν ποτέ ο ένας τον άλλον.  Είχε πάει για να περάσει από συνέντευξη στην εταιρεία στην οποία ήταν συνιδιοκτήτης, και εφόσον εκείνος την είχε συστήσει, την συνόδεψε στην αίθουσα συνεδριάσεων όπου εκείνη θα γνώριζε τον συνεργάτη του. Ένα ολόκληρο τέταρτο ‘κάθισε’ μαζί της μέσα στην αίθουσα, και περιέργως κανένας από τους δύο δεν κάθισε. Μιλούσαν στα όρθια για καθημερινά πράγματα.  Απλά. Τα μάτια τους έλεγαν σαφώς πιο ενδιαφέροντα πράγματα , και τα κορμιά τους είχαν την τάση να πλησιάζουν όλο και περισσότερο το ένα το άλλο. Κι ας συζητούσαν για το φαινόμενο των ακαθαρσιών των σκύλων που αφήνουν οι ασυνείδητοι ιδιοκτήτες τους στο δρόμο. Δεν είχε σημασία. Η έλξη ξεχείλιζε. Αβίαστα. Βεβιασμένα λοιπόν, τα μπάλωσε κι αυτή και δεν ξαναπλησίασε. Ούτε την θέση στην εταιρεία πήρε, ούτε του ξανατηλεφώνησε. Κι εκείνος το ίδιο. Τον αριθμό του όμως δεν τον έσβησε ποτέ. Λες να είχε κρατήσει κι εκείνος τον δικό της?
Το βράδυ, μετά το ταβερνείο, και μετά από ουκ ολίγα τσίπουρα, γύρισε σπίτι εξουθενωμένη. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και κάρφωσε τα μάτια στο ταβάνι.
-       Να μπω να ξαναδώ? Πόσο πιθανό είναι να έβαλε φωτογραφία? Αναρωτήθηκε
-       Δουλειά δεν είχαμε, μπελάδες βρήκαμε? της απάντησε ο εαυτός της.
-       Ναι. του απάντησε με νεύρο. (τελεία, το είδες. πάλι καλά... φύγαμε από τη βαρεμάρα και περάσαμε στα νεύρα. Ίντριγκα)

Έπιασε το κινητό, μπήκε στο Whatsapp και πληκτρολόγησε το όνομά του. Δεν θα το πιστέψεις, είχε βάλει φωτογραφία! Last seen yesterday at 23:21. Αλλά δεν τον αναγνώρισε τον τύπο της φωτογραφίας. Φορούσε γυαλιά ηλίου, είχε μούσια, ήταν ηλιοκαμμένος και είχε και ένα παιδί στην αγκαλιά.
-Πφφφφφ, άσχετος... Ε βέβαια, σιγά μην είχε τον ίδιο αριθμό ακόμη. σκέφτηκε και την πήρε ο ύπνος με τα ρούχα.

Η επόμενη μέρα την βρήκε στο γραφείο, να ανατρέχει οκτώ χρόνια πριν. Πάλι. Πώς άλλαξαν έτσι τα πράγματα για εκείνη. Για γάμο ετοιμαζόταν, χωρισμένη βρέθηκε. Και με ιδιαίτερα κακές και επίπονες διαδικασίες.  Κι εκείνος? Ποιος ξέρει πού θα ήταν... Και τι αριθμό τηλεφώνου θα είχε τώρα πια...
Ξαναμπήκε με μισή καρδιά στο Whatsapp και πληκτρολόγησε και πάλι το όνομά του. Μεγένθυνε την φωτογραφία. Την έσωσε στο κινητό. Την άνοιξε, και με τα δάχτυλα την μεγένθυνε ακόμα παραπάνω. Κοίταξε τα γυαλιά ηλίου. Τίποτα. Κοίταξε τα μούσια. Καμία σχέση. Ήταν πάντα ξυρισμένος κόντρα. Τότε... Αυτός ο ‘άγνωστος’ στη φωτογραφία, χαμογελούσε. Ξανακοίταξε. Δεξιά και αριστερά από τα γυαλιά είδε τις ρυτίδες που κάνουν τα μάτια όταν κάποιος χαμογελά. Και εκείνου τα μάτια πάντα χαμογελούσαν έντονα όταν χαμογελούσε. Ή μήπως όταν την κοιτούσε... Κοίταξε το στόμα, χαμένο μες τα μούσια. Πρόσεξε ένα ίχνος χειλιών κάπου εκεί μες τα μούσια. Είχε λεπτά χίλια. Το θυμόταν σαν και χθες. Αυτά τα λεπτά σφιχτά χείλια που έχουν οι άνθρωποι που έχουν να πουν λίγα και καλά. Ξέρεις.
Είχε πέσει τόσο από πάνω από το κινητό της που ζαλίστηκε. ‘Ντάξει, φτάνει Πουαρώ!’ είπε και πέταξε το κινητό μακριά, απεγνωσμένη.  
‘Άλλη προσέγγιση θέλει αυτή η προσπάθεια ταυτοποίησης ενόχου’ σκέφτηκε. Έπιασε το κινητό εκεί μακριά που ήταν και χωρίς να το φέρει κοντά, μπήκε στο Whatsapp και έφερε στην οθόνη την φωτογραφία του προφίλ του. Μετά, με το τρία, έφερε το κινητό της γρήγορα μπροστά στα μάτια και το ξανακούμπησε στο γραφείο απότομα, δίχως να το κοιτά άλλο.
Έμεινε κόκκαλο. Το γνωστό κόκκαλο που έμενε όποτε τον έβρισκε μπροστά της και το οποίο πάντα προσπαθούσε να καλύψει λέγοντας τις άπειρες κουταμάρες περί καιρού, φαγητού και ό,τι έπλασε ο Μεγαλοδύναμος. Η καρδιά της ήταν στα πρόθυρα να ξεπηδήσει από το στήθος της.
Αυτός ήταν. Ήταν διαφορετικός, αλλά αυτός ήταν. Το ένιωθε μέσα της. Ξαναέφερε το κινητό μπροστά της. Ναι βέβαια. Αυτός ήταν. Είχε απλά αλλάξει στυλ. Αδυνατισμένος, οκτώ χρόνια μεγαλύτερος, άντε και να είχε αρχίσει να φλερτάρει με την κρίση μέσης ηλικίας οπότε και το μούσι και το χαμογελάκι και το ανοιχτό πουκάμισο και όλα αυτά που θα την κάνουν τώρα  να πηδηχτεί από το παράθυρο. Δεν πρόλαβε να συνέλθει και είδε κάτω από το όνομά του την ένδειξη ‘online’. Της κόπηκε η ανάσα. Έμεινε να την κοιτάει. Για κανένα δίλεπτο. Μέχρι που η ένδειξη άλλαξε σε ‘last seen today at 11:38’.

Καλώς τα μας κι ας άργησαν.


Όπως καταλαβαίνεις, η μέρα πέρασε για να περάσει. Καμία αποδοτικότητα στη δουλειά. Καμία συγκέντρωση σε οτιδήποτε δεν είχε μούσι. Κάποιοι φίλοι που της τηλεφώνησαν να πάνε για ποτό το βράδυ έλαβαν αρνητική απάντηση. Ήθελε να γυρίσει σπίτι. Να βάλει την φόρμα της. Να ανάψει το αγαπημένο της κερί. Να ανοίξει ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Να το πιει στο αγαπημένο της ποτήρι των ‘καλών περιστάσεων’. Και να μείνει με τον εαυτό της. Να αφήσει τον νου της να τρέξει. Να ονειρευτεί. Είχε τόσο καιρό να νιώσει ελεύθερη να ονειρευτεί.
Έτσι κι έκανε. Είχε κάνει το μπάνιο της, είχε χαλαρώσει, και κάθισε στην χουχουλιάρικη πολυθρόνα της με το ριχτάρι αγκαλιά και τα φώτα χαμηλωμένα. Εκείνη μόνη, παρέα με την φλόγα του κεριού. Εκείνη μόνη παρέα με μια φλόγα από το παρελθόν. Μια ιστορία που ποτέ δεν ξεκίνησε. Το κινητό το είχε ακουμπήσει δίπλα στο μπουκάλι με το κόκκινο κρασί. Ήξερε πολύ καλά πως αυτό που είχε σχεδιάσει απόψε δεν ήταν απλά μια βραδιά απομόνωσης. Δεν θα ονειρευόταν ΜΟΝΟ, αυτή τη φορά. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά, και καθώς της έκαιγε τον λαιμό, άρπαξε το κινητό και μπήκε στο Whatsapp να του γράψει.

-       Είσαι εσύ? Έγραψε και το έστειλε δίχως δεύτερη σκέψη.
-        
Last seen today at 14:39’. Ωραία... Είχε να το ανοίξει από το πρωί. ‘Σιγά μην το κοιτάξει τώρα, περασμένες 22:00…’ σκέφτηκε και άρχισε να αγχώνεται. ‘Καλέ τι κάνω? Κι αν είναι σπίτι του ο άνθρωπος? Με γυναίκα και παιδί? Είμαι τελείως τρελή και ηλίθια? Επειδή δηλαδή εγώ βρέθηκα μόνη, τι πάει να πει, ότι έμειναν κι άλλοι?’
Σε κλάσματα δευτερολέπτου είχε πνιγεί σε ένα τσουνάμι κακών σκέψεων, τύψεων και καταστροφής. Το μόνο που της θύμισε να πάρει ανάσα ήταν ο ήχος εισερχόμενου μηνύματος.
‘Μην μου πεις...’ σκέφτηκε και το έφερε μπροστά στα μάτια της.

-       Εγώ, εγώ είμαι. Εσύ? Εσύ είσαι? Έγραφε.

‘Αμάν! Δεν έχω βάλει φωτογραφία!’ μάλωσε τον εαυτό της.

-       Ναι... απάντησε

(Τρεις τελείες... Μην σου εξηγώ την διαφορά ανάμεσα στην μία με τις τρεις, καταλαβαίνεις τώρα πού το πάει...)

Δεν της έφτανε αυτό όμως και του έστειλε και δεύτερο μήνυμα.

-       Είσαι καλά?

‘Typing’. Πολύ ώρα. Μα καλά τι γράφει? ‘Online’ χωρίς να έχει έρθει μήνυμα. Ό,τι έγραψε το έσβησε φαίνεται.. και σκέφτεται… ή δεν θα απαντήσει.  ‘Online’ πολύ ώρα και τώρα πάλι ‘Typing’.  Εκείνη νόμισε πως θα ξεψυχίσει από την ανυπομονησία.

-       Σε περιμένω καιρό...

Τρεις λέξεις. Οκτώ χρόνια μετά. Ένιωσε τα χαμογελαστά του μάτια να την διαπερνούν μέσα από την οθόνη. Για δες... Τα μάτια βρήκαν μιλιά... Μέσα από δυο χείλη που χουν να πουν λίγα και καλά...



Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

I Just Called to Say I Love You

Ήμουν 2 ετών όταν βγήκε αυτό το τραγούδι. Ήμουν 5 στα 6 (μάλλον) όταν ξεκίνησα να συνειδητοποιώ πως το ακούω. Το έβαζε να παίζει συνέχεια. Το τραγουδούσε ασταμάτητα. Είχε αγοράσει ακόμα και την ταινία Woman In Red (την θυμάστε?!), και όσο μεγάλωνα τόσο μεγάλωνε και η σιγουριά μου πως την αγόρασε για να ακούει και από εκεί το αγαπημένο της τραγούδι.
Αυτό το τραγούδι πότισε τόσο μες την καρδιά μου, που από τότε που σταμάτησε να είναι εδώ για να το βάλει να παίζει, δεν μπορώ να το ακούσω. Η καρδιά μου το αποζητά μπας και την νιώσει πάλι κοντά, τα μάτια μου θολώνουν, ο λαιμός μου πονά από τους λυγμούς που εγκλωβίζονται και τα αυτιά μου βουίζουν. 
Και τότε θυμάμαι... Και τότε, για μια ακόμα φορά και (απότι όλα δείχνουν) για όσο ζω, δεν θα καταλάβω ΠΟΤΕ πώς φτάσαμε εδώ. Ψέμματα. Ξέρω πώς φτάσαμε. ‘Γιατί’, δεν θα καταλάβω ποτέ. Οι ειδικοί βέβαια μου έχουν δώσει την απάντηση: Γιατί έτσι. Απλό, ορθρό και εξαιρετικά δύσπεπτο.

Τα σπίτια κλείνουν όταν την πόρτα τους χτυπά η ασθένεια. Η οικογένεια απομονώνεται. Προετοιμάζεται να συνοδεύσει στον Γολγοθά του, όσο καλύτερα μπορεί, τον άνθρωπό της που νόσησε. Χωρίς να ξέρει τον τρόπο. Χωρίς να ξέρει πότε θα φτάσουν στο τέρμα. Ελπίζοντας ΠΑΝΤΑ πως ‘για εμάς θα πάνε καλά τα πράγματα, δεν μπορεί!’. Άγνοια και Ελπίδα. Ένας συνδυασμός που αποτελειώνει και τους πιο δυνατούς.

Πήρα απόφαση τις προάλλες να δω ένα βίντεο από εκείνη την κακιά περίοδο. Το είχα πολύ καιρό στον νου μου μα δεν τολμούσα. Μα γιατί να υπάρχει βίντεο από τότε , θα αναρωτηθείς. Είναι πολύ απλό. Ήταν Πρωτοχρονιά! Εννοείται ότι παίρνεις βίντεο την Πρωτοχρονιά! Το γιορτάζεις! Οπότε γιατί να μην πάρεις?! ‘Αφού όλα καλά είναι! Εντάξει μωρέ δεν είναι, αλλά θα πάνε και καλύτερα! Θα νικήσουμε το είπαμε, μην μασάς! Το έτος που μπαίνει θα είναι καλύτερο, θα δεις!’ Τα αναγνωρίζει κανείς αυτά που λέω, άραγε...
Μας είδα και μας αναγνώρισα. Εμάς την οικογένεια. Θυμήθηκα. Θυμήθηκα τον υπερένταση. Την υπερπροσπάθεια για θετική ενέργεια, ελπίδα, πίστη. Θυμήθηκα το βάρος δύο ματιών που στα δικά μου έψαχναν το ‘Περαστικό θα είναι κι αυτό! Αλήθεια, θα δεις!’. Αυτό το βλέμμα που απαγόρευε στον κόμπο να φύγει από τον λαιμό και να φτάσει στα μάτια. Θυμήθηκα αυτόν τον άνθρωπο που όταν το βλέμμα δεν ήταν αρκετό, μου έσφιγγε το χέρι για να πάρει αυτή την διαβεβαίωση, και με έκανε αφού την δώσω να πάω κάπου μόνη γιατί ο κόμπος ανέβαινε πια στα μάτια. Και αυτά τα μάτια δεν τα είδε ΠΟΤΕ! Δεν επιτρέψαμε να τα δει ΠΟΤΕ. Τα είδαμε εμείς μεταξύ μας μετά τη λήξη...
Γιατί αυτό γίνεται... Μπαίνουμε σε έναν ρόλο. Και θα μείνουμε σε αυτόν μέχρι να ξεχάσουμε και πώς να βγούμε.... Όλα γύρω μας γίνονται αφορμή για πλάκα. Μας κοιτούσα στο βίντεο και κουραζόμουν. Μέχρι να τελειώσω αυτά τα δέκα λεπτά που τραβήξαμε, μέσα μου είχα εξαντληθεί. Χριστέ μου τι μαλακίες λέγαμε. Μα πώς είναι δυνατόν να γελάω ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ! Πόσο αστείο να είναι πια το ρόδι στη σαλάτα μας! Πόσο αστείο να είναι το τακούνι μου! Έλεος! Έβλεπα το βίντεο και βαριανάσαινα λες και είχα τρέξει μισό χιλιόμετρο. Γιατί αυτή είναι η αίσθηση απλά δεν την βιώνεις έτσι εκείνη την στιγμή. Είναι ένας αγώνας δρόμου που εσύ προσπαθείς να τον κάνεις όσο πιο ανώδυνο και ακούραστο μπορείς. Γιατί δεν είναι δικός σου ο αγώνας. Γιαυτό και είναι αστείο το ρόδι στη σαλάτα... Γιαυτό και μετράμε τους σφυγμούς μας όλοι παρέα και βγάζουμε έναν από μας καρδιακό και του κάνουμε αέρα... Και κλαίμε από τα γέλια! Γιατί, να κλάψουμε θέλουμε οπότε ας κλάψουμε έτσι... Και γελάει και ο λατρεμένος μας ασθενής. Μα όταν μείνεις μόνος, και ανατρέξεις στο παρελθόν, θυμάσαι πως δεν ΓΕΛΟΥΣΕ. ΧΑΜΟΓΕΛΟΥΣΕ. Και σε βάζει σε σκέψεις. Γιατί ίσως και να σου λύθηκε μια απορία. ‘Αλήθεια, όλα αυτά που κάναμε την βοηθούσαν να ξεχαστεί? Την διασκέδαζαν?’. Και απαντάς,  ‘χαμογελούσε πιο συχνά απότι γελούσε’. Άρα? Άρα ίσως και να μην την είχαμε ξεγελάσει όλες τις φορές. Ίσως όμως το ότι μας έβλεπε να προσπαθούμε της γέμιζε την ψυχή με φως.

Τα είδα και αυτά τα μάτια στο βίντεο. Για πολύ λίγο. Αυτό το λίγο όμως, αρκεί για να ξαναζωντανέψει ένα βλέμμα που θα θελα να μην έχω αντικρύσει ποτέ. Σε κοιτάει, αλλά δε σε κοιτάει κιόλας. Αφαιρείται συχνά. Το ξέρεις πως ο νους τρέχει. Η αγωνία είναι κυρίαρχη σε κάθε ανάσα που παίρνει. Δεν ηρεμεί. Δεν καθησυχάζεται. Και η αλήθεια είναι πως σε αυτό που περνάει είναι μόνη. Ο αγώνας είναι δικός της. Και όσο μεγάλη να είναι η αγάπη μου, όσο και να φώναξα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να πάρω έστω και ένα κομμάτι από αυτή τη δυστυχία, δεν ήταν δικό μου αυτό το ‘λαχείο’. Αυτή είναι η σκέψη που κάνει την ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ να παλεύει για τον άνθρωπο που αγαπά. Θα πεις τις άπειρες μπούρδες, θα κάνεις τον καραγκιόζη όσο χρειαστεί, τόσο που να μην έχει μείνει πια στάλα από την ψυχή σου, γιατί δεν έχει σημασία η δική σου η ψυχή τώρα. Κάποιος άλλος υποφέρει. ΥΠΟΦΕΡΕΙ σε σημείο που δεν μπορείς να διανοηθείς. Και θέλεις, όταν έρθει η ώρα να ξαπλώσει για να κοιμηθεί στο τέλος της ημέρας, εκείνη την ώρα που τα μάτια του θα είναι κλειστά και θα είναι σίγουρα μόνος, να μην έχει το κουράγιο να χαθεί στους τρομακτικούς λογισμούς του. Να θέλει απλά να ξεκουραστεί. Σε αυτό ελπίζεις, με αυτόν τον σκοπό τα κάνεις όλα και θα μείνεις για πάντα με την απορία του αν το κατάφερες.

Τα σπίτια κλείνουν όταν την πόρτα τους χτυπά η ασθένεια. Γιατί η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει. Και η οικογένεια παλεύει για εκείνους που αγαπά και θα αγαπά πάντα. Δεν έχει χώρο γι’άλλους.

Μετά λοιπόν έρχεται η ερώτηση: όταν τα έχεις περάσει αυτά μια φορά, πώς τα ξαναπερνάς? Γιατί η ζωή είναι ζωή... Τα πάντα μπορούν να τύχουν. Γιατί? Γιατί έτσι! Η απάντηση: δύσκολα. Πολύ δύσκολα. Γιατί ξέρεις ήδη όλα τα κόλπα. Ξέρεις τα μυστικά. Ξέρεις τους χειρισμούς. Βλέπεις τους ρόλους που μοιράζονται. Αποδέχεσαι χωρίς τύψεις το πόσο αδύναμος είσαι μπροστά σε όλο αυτό. Και χειρότερο απ’όλα, αναγνωρίζεις αυτό το βλέμμα. Αυτό το βλέμμα που θα σε συνοδεύει πάντα αλλά που με τον καιρό θα μπορείς να το σβήνεις ακαριαία όταν φέρνεις στον νου σου το πιο όμορφο χαμόγελο που έχεις δει ποτέ. Το είδες με την πρώτη σου ανάσα. Το θυμάσαι από τα 5 σου, ίσως και νωρίτερα... όταν ξεκινούσε να παίζει το I Just Called to Say I Love you.


Μην ξεχνάς να θυμάσαι το χαμόγελο.

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Ιοφώντος και Εργοτίμου γωνία : η εξομολόγηση μιας φορτισμένης καρδιάς


Εκεί γεννήθηκα. Εκεί έκανα τα πρώτα μου βήματα. Εκεί χόρεψα πρώτη φορά υπό τους ήχους των A-Ha. Εκεί επιστρέφω και θα επιστρέφω πάντα.

Εμείς ζούσαμε στην οδό Ιοφώντος. Ο παππούς και η γιαγιά στην οδό Εργοτίμου. Οι πιο ζεστές μας στιγμές ήταν όλες μαζεμένες στα Σαββατοκύριακα που ήταν αυστηρά οικογενειακά. Μαζευόμασταν, ολόκληρη η οικογένεια, στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς στην Εργοτίμου. Τρεις θείοι, τρεις θείες και έξι ξαδέλφια στο σύνολο. Χαμός! Η γιαγιά μαγείρευε από νωρίς το πρωί. Ο παππούς φορούσε το παλτό του και τον μπερέ του και πήγαινε το ταψί στον φούρνο της γειτονιάς μας στην Φορμίωνος για να ψηθεί. Έτσι συνηθιζόταν τότε. Τις μεσημεριανές ώρες που κατεβαίναμε κι εμείς από το σπίτι μας στην Ιοφώντος να πάμε στον παππού και στη γιαγιά, βλέπαμε άντρες στο δρόμο με ταψιά στα χέρια να επιστρέφουν σπίτι τους. Πολύς κόσμος λοιπόν γευμάτιζε όπως εμείς. Έτσι φανταζόμουν στο παιδικό μου μυαλό, κι αυτό με ηρεμούσε. Από μικρή φοβόμουν την μοναξιά.
Από την στιγμή που φτάναμε στο σπίτι εως ότου έρθει η ώρα να φάμε, εμείς τα παιδιά μαζευόμασταν στο σαλόνι μπροστά στην τηλεόραση. Πολλά παιδιά. Πολύ πείραγμα. Τα παιδικά μας γέλια γέμιζαν το χώρο. Ξαπλώναμε μπρούμυτα σε μαξιλάρες που έριχναν στο πάτωμα ο παππούς και η γιαγιά για να βολευόμαστε όλοι και παρακολουθούσαμε. Στρουμφάκια, Thunder Cats, Nils Holgersson… Ό,τι πετυχαίναμε. Τις περισσότερες φορές βέβαια, απλά βάζαμε στο βίντεο την Μελωδία της Ευτυχίας και ξεσηκώναμε τον τόπο από τα τραγούδια μας. Όχι ότι ξέραμε τι λέγαμε... Με τις αδελφές μου ακόμα το τραγουδάμε λάθος γιατί μας κάνει και ξεκαρδιζόμαστε. Στο τραγούδι ‘Do-Re-Mi’ στο σημείο που κανονικά λέει ‘sew, a needle pulling thread’, επειδή δεν καταλαβαίναμε καθόλου τι λέει, εμείς τραγουδούσαμε ‘I need a polythrein’. ‘Χρειάζομαι μια πολυθρόνα’, δηλαδή... Αγγλιστή...Λέμε τώρα... Γιατί όπως σου εξήγησα, καλές ήταν οι μαξιλάρες, αλλά μας έπιανε και ο σβέρκος μας. Τι καλύτερο λοιπόν από το να βάλουμε μες το τραγούδι αυτό μας το βίωμα...
Και κάπου εκεί, άκουγες το κλειδί στην πόρτα και δεν αργούσαν να πλημυρίσουν τα ρουθούνια σου με μυρωδιές . Ο παππούς είχε έρθει με το φαγητό. Κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο, γεμιστά, σουτζουκάκια... Μυρωδιές που με νοσταλγία ακόμα και σήμερα γεμίζουν την καρδιά μου αγάπη και την ψυχή μου ζεστασιά.
Στην κεφαλή του τραπεζιού καθόταν πάντα ο παππούς. Πατριάρχης. Θυμάμαι τον θαυμασμό και σεβασμό που τρέφαμε όλοι  για εκείνον. Είχε την πρώτη και την τελευταία κουβέντα. Πάντα. Η γιαγιά? Καλοκάγαθη. Γεμάτη αγάπη. Ήρεμη δύναμη. Από τα χέρια της φτιαχνόταν όλο εκείνο το τραπέζι που πέραν του ότι μας γέμιζε τα στομάχια, μας μάθαινε τι θα πει αγάπη και φροντίδα.
‘Παππού? Μπορώ να αποχωρήσω?’ Μια ερώτηση η απάντηση της οποίας καθόριζε το τέλος του μεσημεριανού γεύματος. Ήταν υπέροχος ο παππούς παρ’όλη την αυστηρότητά του. Μας άφηνε να φύγουμε από το τραπέζι. Να πάμε να συνεχίσουμε αυτό που βλέπαμε. Ήξερε πόσο κρίσιμο ήταν αυτό για εμάς! Θυμάμαι πως πολλές φορές, για να μην ξεσηκώνουμε όλο το τραπέζι, περνούσαμε από κάτω, ανάμεσα από τα πόδια των μεγάλων. Πόσο τους διασκέδαζε αυτό.
Οι άντρες έμεναν να μιλήσουν για τα πολιτικά, ο καθένας με την εφημερίδα του. Οι γυναίκες βοηθούσαν την γιαγιά να μαζέψει το τραπέζι και να ξεκινήσει να ψήνει τους ελληνικούς καφέδες. Αυτή ήταν και η στιγμή που εγώ πάντα επέστρεφα στο τραπέζι. Το θυμάμαι σαν χθες. Μόλις μύριζα τον καφέ, δεν με ενδιέφερε πια καμία Τσιτάρα, καμία Φρόιλαιν Μαρία. Έτρεχα και καθόμουν στα πόδια του μπαμπά μου που ήδη με περίμενε. Μου έδινε ένα κουλούρι και με άφηνε να το βουτάω μέσα στον καφέ του. Δεν τον ένοιαζαν ούτε τα ψίχουλα που του άφηνα, ούτε τα ολόκληρα κομμάτια από το μουλιασμένο κουλούρι που έπεφταν μέσα όποτε δεν το υπολόγιζα καλά.
Στην γωνία Ιοφώντος και Εργοτίμου, υπήρχε τότε στο ισόγειο ένα παιχνιδάδικο.  Πόσο ονειρεμένο αυτό για ένα παιδί! Και πόσο επικίνδυνο για έναν γονιό... Αν και δεν ψωνίζαμε, πάντα μπαίναμε να χαζέψουμε έστω και λίγο. Το μαγαζί φαινόταν τεράστιο στα μάτια μου τότε. Ράφια ως το ταβάνι! Γεμάτα παιχνίδια! Barbie, Polly Pocket, παζλ, επιτραπέζια! Μέχρι και τα αυτιά μου χαμογελούσαν όποτε έμπαινα εκεί μέσα. Αυτή ήταν η έξοδός μου τότε! Αυτή και το ψιλικατζίδικο στην Αστυδάμαντος που χρυσάφιζε από την μανία μας να αγοράσουμε όλα τα αυτοκόλλητα για το τελευταίο album της Panini που έκανε θραύση εκείνη την περίοδο. Τι Batman? Τι NBA? Τι Barbie? Όλα τα συμπληρώναμε!
Όλα αυτά άλλαξαν πια... Εγώ? Μεγάλωσα. Μεγάλωσα κι επιστρέφω για να επισκεφτώ τους γονείς και την γιαγιά μου. Ναι, ο παππούς έχει φύγει... Και η γιαγιά δεν μαγειρεύει, μεγάλωσε πια. Το φαγητό το φέρνουμε εμείς. Τα παιδιά που ‘έγιναν μεγάλοι’. Επιστρέφουμε με αυτόν τον τρόπο την φροντίδα και την αγάπη που μας προσφέρθηκε απλώχερα στα παιδικά μας χρόνια. Επιστρέφουμε αβίαστα. Με όλη μας την καρδιά. Έτσι κρατάμε ακόμα εκείνα τα Σαββατοκύριακα που μας γαλούχησαν. Όλα όμως τα άλλα είναι αγνώριστα. Η γειτονιά μας έχει αγριέψει. Οι πόρτες των σπιτιών έχουν κλείσει. Ο κόσμος έχει απομονωθεί. Το παιχνιδάδικο και το ψιλικατζίδικο έχουν κλείσει. Ο φούρνος το ίδιο. Συχνά πυκνά ακούω από τους γονείς μου περιστατικά αγριότητας και απανθρωπιάς. ‘Χτύπησαν στον δρόμο την Κα Τάδε για να της πάρουν το φυλλαχτό της. ‘Ετσι ηλικιωμένη που είναι, έχασε την ισορροπία της και την έσυραν για κάμποσα μέτρα, την δύστυχη.’ ‘Το κουδούνι του Κου Δείνα χτύπησαν τις προάλλες και λέγοντάς του πως είναι από την ΔΕΗ για μία βλάβη, μπήκαν στο σπίτι του και τον λήστεψαν.’
Όταν φεύγουμε από την γιαγιά πια, ο μπαμπάς την κλειδώνει μες το σπίτι. Μην ξεχαστεί και δεν κλειδώσει μόνη της. ‘Δεν ανοίγεις ποτέ και σε κανέναν, ακούς?’ είναι πάντα οι τελευταίες του λέξεις.
Εγώ έζησα εκεί τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μου. Τα χρόνια της αθωότητάς μου. Γεμάτα αγάπη, ασφάλεια, ζεστασιά και ευτυχία. Τώρα το μόνο που νιώθω είναι ανασφάλεια και φόβο. Δεν το θέλω! Θέλω πίσω τα παιδικά μου χρόνια! Θέλω πίσω τις μυρωδιές και την ευτυχία με την οποία μεγάλωσα. Θέλω να ξαναδώ χαμόγελα και ανοιχτά σπίτια. Θέλω να ξαναδώ παιδιά να μπαίνουν στα σπίτια να πουν τα κάλαντα όπως κάναμε εμείς, κι όχι τρομαγμένους ηλικιωμένους να κρύβονται έντρομοι πίσω από τις πόρτες τους όποτε χτυπάει το κουδούνι.
Γιατί εγώ, με τα βιώματα από εκείνη την γειτονιά πορεύομαι. Αυτά με βοηθούν να προχωρώ και να αντέχω. Με βοηθούν να αντιμετωπίζω τις δυσκολίες της καθημερινότητας. Της ζωής...
Πολλές φορές όταν νιώσω μοναξιά, φτιάχνω στον εαυτό μου έναν ελληνικό καφέ και με ευλάβεια βουτάω ένα κουλούρι και το τρώω σιγά σιγά. Με ηρεμεί. Ή ένα πρωινό που θα είμαι μόνη, θα βάλω να δω την Μελωδία της Ευτυχίας. Ναι, θα κλάψω... Γιατί όταν πρωτοείδα αυτή την ταινία, δεν ένιωθα μόνη. Γιατί όταν πρωτοείδα αυτή την ταινία τραγουδούσα δυνατά και με πάθος! Γιατί τότε δεν είχα ανησυχίες (εκτός από το αν θα βρω τα αυτοκόλλητα που μου λείπουν από το album των Thunder Cats της Panini). Τότε δεν είχα έγνοιες και υποχρεώσεις (εκτός από το να λέω ευχαριστώ και να ζητάω άδεια για να αποχωρήσω από το τραπέζι). Τότε είχα όλη τη ζωή μπροστά μου. Όλα μπορούσαν να γίνουν! Το μέλλον ήταν γεμάτο υποσχέσεις! Και τώρα? Τώρα, μπήκα στη ζωή με το κεφάλι πρώτο. Στα βαθιά. Και πρέπει να παλέψω όπως πάλεψε ο παππούς μου. Να σηκώσω τα μανίκια ψηλά και να χωνέψω πως μπορεί τα πλάνα να άλλαξαν, αλλά τίποτα δεν είναι ανέφικτο. Κι εγώ μπορώ να ξανατραγουδήσω, και η γειτονιά στην οποία μεγάλωσα να γίνει και πάλι μια γειτονιά γεμάτη ζωή, χαρά και αλληλεγγύη.
Τώρα συνειδητοποιώ τι ζω. Τώρα καταλαβαίνω γιατί ακόμα κι όταν χαμογελούσε ο παππούς μου , εγώ ένιωθα πως πίσω από τα μάτια του έτρεχαν χίλιες σκέψεις. Γιατί πάλεψε για να καταφέρει να έχει ένα μεσημεριανό τραπέζι τόσο αγαπημένο και δεμένο. Εκτίμησε την αγάπη. Την οικογένεια. Ήταν η προτεραιότητά του. Αυτό φρόντισαν να ποτίσουν μες την ψυχή μας και οι γονείς μας. Την μία και σημαντικότερη αξία όλων. Το άλφα και το ωμέγα. Αυτή που για εμένα κρύβεται πίσω από την φράση ‘Ιοφώντος και Εργοτίμου γωνία’. Την οικογένεια. Την Οικογένεια. Αυτός ο πυρήνας αγάπης που σε ζεσταίνει, σε γεμίζει, και σου δίνει την δύναμη να προχωρήσεις. Το καταφύγιο στο οποίο θα κρυφτείς να επουλώσεις τις πληγές σου, για να βγεις να ξαναχτίσεις όσα γκρεμίστηκαν. Δεν είναι μια λέξη που θα ακούσεις. Δεν είναι ένα άγγιγμα που θα νιώσεις. Είναι η αύρα της. Η δύναμή της. Οι δικοί σου είναι εκεί για εσένα, κι εσύ για εκείνους...

Έτσι έχω σκοπό να ξεκινήσω κι εγώ την δική μου οικογένεια. Και ποιος ξέρει... Η κοινωνία, πριν απ’όλα, είναι έναν σύνολο οικογενειών. Έτσι δεν είναι??? Ίσως και να επιστρέψουν αυτά που τόσο αγάπησα. Για τα παιδιά μου...