Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Αυτό το Χιόνι δε με Χαλαρώνει- Με Τσιτώνει σαν το Σεντόνι

'Λοιπόν! Το επόμενο Σαββατοκύριακο θα πάμε στα Καλάβρυτα για σκι, εγώ, εσύ, η Κούλα και η Τούλα! Κοριτσοπαρέα! Θα είναι τέλεια!' Το σκέφτηκε. 'Ηταν τόσοι οι λόγοι για τους οποίους θα μπορούσε να βαρεθεί να πάει, που την έπιασε πονοκέφαλος. Σκι δεν έκανε, περιβολή του σκι για το κρύο δεν είχε, και το κρύο, αυτό καθεαυτό, το 'ανεχόταν'. Είπε όμως να το πάρει αλλιώς. Χιόνι. Τι ρομαντικό! Κρύο, καιρός για δύο... Ναι, ήταν μόνη εκείνη την εποχή αλλά κατάλαβες, η σκέψη και μόνο σου προκαλεί ένα ντουβρουτζά. Ένα μπακακάο. Ένα γντούπουτις. 'Κοριτσοπαρέα! Θα γελάσουμε πολύ!' σκέφτηκε. Και βέβαια φίλε μου, καταλυτικό ρόλο στη θετική της απάντηση, έπαιξαν τα γνωστά σε όλους 'apres-ski' τσιμπούσια. Γιατί μόνο αυτό καταλάβαινε όταν της έλεγαν 'apres-ski'. Αυτό θέλω βρε παιδί μου! Το χιόνι να πέφτει στη φύση έξω, και μέσα, το παμφάγο μας να πέφτει με τα μούτρα στις φασολάδες, στα χωριάτικα λουκάνικα και στα παϊδάκια. Ααααααχ, και μετά, ζεστή σοκολάτα σε cozy καφετέρια του χωριού, με σουφλέ σοκολάτας on the side, και κοινώς, φαγητό να της βγαίνει από τα αυτιά. 'Ούτε η Τούλα κάνει σκι, οπότε θα καθόμαστε στο chalet και θα κουσκουσιάζουμε' σκέφτηκε. 'Εντάξει! Μέσα! Φύγαμε για Καλάβρυτα!'

Ντύθηκε ζεστά για τα δικά της δεδομένα. Πουπουλένιο μπουφάν, κασκόλ, τζιν, λεπτεπίλεπτα γάντια και... γαλότσες. Σου το είπα ήδη χρυσέ μου, δεν ξέρει από βουνό! Αυτά είχε για 'χειμερινό ντύσιμο', αυτά έβαλε. Και να σου πω την αλήθεια, την βρίσκω πολύ πιο ειλικρινή αυτή την ένδυση όταν κάποιος δεν ξέρει τι εστί σκι βουνού. Δε μπορώ να τους βλέπω μερικούς που είναι σα να έχει ξεράσει πάνω τους όλο το μαγαζί του North Face, πολύ professionel. Που τους βλέπεις και σκέφτεσαι 'Πω πω, αυτός πρέπει να κατεβαίνει τις πίστες αέρα πατέρα!' και μετά τους βλέπεις να κάνουν έλκηθρο και χιονάνθρωπους, εκεί στα χαμηλά, δίπλα στο chalet.

Η Νούλα και η Κούλα είχαν την φαεινή ιδέα να τους πουν να ανέβουν στο πάνω chalet να αράξουν όσο εκείνες θα έκαναν σκι. 'Δε βαριέσαι! Πάμε!' Ανέβηκε λοιπόν στο lift και πήρε το δρόμο προς τις πίστες. 'Κάνει κρύυυυυυυο!!!!' Και ξέρεις.. Τα lifts είναι ύπουλα όταν είσαι 'πεζός' δηλαδή δίχως πέδιλα του σκι. Γιατί όταν κατέβεις, πρέπει να τρέξεις να φύγεις από την τροχιά τους, για να μη σε κοπανήσουν και βρεθείς φαρδιά πλατιά στην piste, μπροστά σε όλους τους έμπειρους σκιέρ. Το έκανε κι αυτό. Πίστεψέ με, με την γαλότσα που γλιστρούσε στο χιόνι, και τα δαχτυλάκια των ποδιών που είχαν ήδη κοκαλώσει από το κρύο, δεν ήταν εύκολο. Και σα να μην έφτανε αυτό, αντικρίζει το chalet. ΥΠΑΙΘΡΙΟ! 'Καλά, βλαμμένες είναι και μου είπαν να αράξω εδώ?' αναρωτήθηκε. Παγκάκια για να κάτσεις: Βρεμένα. Παγωμένα. Και σόμπες για να... ζεσταίνεσαι. Ωραίο το αστείο. 'Κοίτα να δεις που η κόλαση τελικά είναι κρύα!' σκέφτηκε. Τριγύρω, παντού όμως, γκομενάκια! Μη χαίρεσαι χρυσή μου, τι να το κάνει? Στεκόταν όρθια, το χειλάκι μπλε απο το κρύο, με χτένισμα 'πιτυρίδα' απο τις νιφάδες χιονιού, να τρέμει σαν το ψάρι μες την παγωνιά. Πολύ σέξι. Ναι, έχεις δίκιο, θα μπορούσε να πάρει μια σακούλα Κατράντζος Σπορ και να αρχίσει να κατεβαίνει τις πλαγιές με τον κώλο. Εκεί, ναι, να πιάσει κουβέντα με τους σνοουμπορντάδες. 'Καλά, εγώ? Έρχομαι κάθε Σαββατοκύριακο! Εσύ, έρχεσαι συχνά εδώ? Ναι, το χιόνι είναι πολύ καλό φέτος!' Έτσι, κατέβηκε στο κάτω chalet. Εκείνη, η Τούλα, οι παππούδες, οι γιαγιάδες, τα εγγόνια, όλοι μαζεμένοι, να πιουν το τσαγάκι τους, να ζεσταθεί το κοκαλάκι.

Ο γυρισμός προς Αθήνα ήταν το ίδιο επεισοδιακός. Πέσανε σε χιονοθύελλα. Πίστευαν ότι θα την γλιτώσουν γιατί τσουλούσε η κίνηση. Σιγά αλλά σταθερά. Το χιόνι δεν σταματούσε να πέφτει. Άρχισε να σκοτεινιάζει. Η κίνηση άρχισε να μην τσουλάει. Πάνω στο βουνό οι δικές σου, μες το αυτοκινητάκι τους. Μπροστά δύο μέτρα. Φρένο. Ακίνητοι για πέντε λεπτά. ΄Κατέβαινε με πρώτη και το χειρόφρενο μισό ανεβασμένο.' τις συμβούλευαν οι άνθρωποι του δήμου που είχαν βγει να βοηθήσουν την κατάσταση. Μπροστά ενάμισι μέτρο. Φρένο. Ακίνητοι δέκα λεπτά. Και άλλα δέκα. Χειρόφρενο. 'Εδώ θα πεθάνω η άμοιρη' σκέφτηκε. Πλέον δεν κουνιόταν τίποτα. Η μηχανή σβηστή. Φως πάνω στο βουνό, ούτε για δείγμα. Τα παράθυρα του αυτοκινήτου θολά. Δεν έβλεπε τίποτα έξω. 'Παιδιά, δεν υπάρχει περίπτωση, θα μας την πέσει και καμιά αρκούδα στο τέλος και θα έρθει να δέσει η καταστροφή!' Η ώρα περνούσε. Άρχισε να σκέφτεται: 'Έχουμε κάτι σοκολάτες, λίγο νερό... Ξέρω κι εγώ? Θα ζήσουμε! Νομίζω... Αρκεί να μην θελήσω να κάνω πιπί γιατί δεν έχω που να πάω'. ΟΧΙ!!!! ΟΧΙ χρυσή μου!!! Αυτό το συγκεκριμένο είναι να μην το σκεφτείς. Γιατί άπαξ και το σκεφτείς θ'αρχίσεις να κατουριέσαι. Είναι βέβαιο. 'Όχι το ξεχνάω αυτό, αυτό δεν το είπα ποτέ' σκέφτηκε, μόλις πέρασε σα λεζάντα με μικρά γράμματα από το μυαλό της η σκέψη 'χμμμμ, νομίζω κατουριέμαι'.

Το κατέβηκαν το βουνό μια χαρά τελικά οι κοκόνες μας, αλλά σα να μην έφτανε αυτό, έπρεπε μετά να ταξιδέψουν στην Εθνική, μες το σκοτάδι, με τα τρελά φορτηγά. Νταλίκες, φορτηγά παντού, και κάπου εκεί ανάμεσα, το μικροσκοπικό μίνι, με τα τέσσερα τρομοκρατημένα κορίτσια. Τις προσπερνούσαν, τους κόρναραν, άναβαν τους προβολείς του. 'Τι κάνουν οι τρελοί? Δεν κατουρήθηκα στο βουνό, θα χεστώ στην Εθνική? Θέλω να πάω ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ!!!! Δε με νοιάζει που το φορτηγό με τα κατεφυγμένα βιάζεται- είναι κεφάτο- ψωνίζει στου Βερόπουλου! ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΤΑΣΩ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΑΣΦΑΛΗΗΗΗΗΗΗΗΣ!!!!!!!'

Ήταν αλήθεια. Η τελευταία φορά που χάρηκε το χιόνι ήταν στο δημοτικό, σε μία παράσταση, που κάποια πρωτάκια χόρεψαν τις Τέσσερις Εποχές του Vivaldi. Αυτό ήταν εξωφρενικά αστείο!

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

Αγαπητό Ημερολόγιο- Μια δεκάχρονη (που έγινε εντεκάχρονη) εξομολογείται (Part 3)

Πέμπτη 8 Απριλίου 1993

Γειά!! Έγινα στις 6 Απριλίου 11 ετών και το ευχαριστήθηκα. Ακόμα τα χαλάσαμε με τον Σπύρο. Σήμερα όμως είναι μεγάλη μέρα. Σήμερα έχει τα γεννέθλιά του αυτός που μου αρέσει. Ο Μαρίνος Νικόλας. Είναι πολύ καλό παιδί. Μ'έχει καλέσει και αύριο στο πάρτυ του. I love you Nicola VERY MUCH!

Παρασκευή 9 Απριλίου 1993

Με τον Νικόλα δεν πρόκειται να γίνει τίποτα γιατί τα έχει με την Καλλιόπη. Δεν πειράζει όμως εμένα μου αρέσει. Αύριο θα πάω στο πάρτυ του εύχομαι να περάσω καλά. Σήμερα πήγαμε να κάνουμε εμβόλια μόνο που εγώ έκανα δύο. Και μου είπε ο γιατρός ότι το δεύτερο δεν θα πονάει πολύ. Στην αλήθεια πονούσε πιο πολύ αλλά δεν πειράζει.

Σάββατο 10 Απριλίου 1993

Κρίμα. Που να πάρει. Δεν πήγα στο πάρτυ. Είχα λίγο πυρετό αλλά μου ήρθε πάλι η σκέψη ότι θα έμενα μόνη μου και ότι η Λουέλα και η Καλλιόπη θα με κορόιδευαν. Τι να κάνουμε. Κατά τα άλλα ήθελα να τον δω αλλά δεν πειράζει. Πήρα τηλέφωνο αλλά δεν μπόρεσα να του μιλήσω οπότε τους είπα να του το πουν και έτσι θα του δώσω το δώρο του στο σχολείο. ΟΣΑ ΕΓΡΑΨΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΠΥΡΟ είναι ΔΙΠΛΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟΛΑ!

Δευτέρα 19 Απριλίου 1993

Καλά χθες έγινε χαμός. Πήγαμε και κοιμηθήκαμε στα ξαδέλφια μας! Ήταν τρομερά. Επίσης αύριο θα πάμε στις 9:00 να δούμε τον αγώνα μπάσκετ Παναθηναϊκός- Πανιώνιος. Και κάτι που παρέλειψα! Χριστός Ανέστη! Όπως είχαμε πέσει στα κρεβάτια εγώ με τον Μάνο σ'ένα κρεβάτι και δίπλα η Ευανθία και στο άλλο δωμάτιο ο Κωστής με την Πολυξένη, ο Μάνος μου λέει ότι όταν τον πήρε ο Νικόλας τηλέφωνο του είπε ότι τον κορόιδεψα και ότι δεν ήμουν άρρωστη. Ο Μάνος του είπε ότι είμουν πραγματικά άρρωστη και πρέπει να τον έπεισε. Μετά ο Μάνος μου είπε ότι μια φορά άκουσε τον Νικόλα και τον Γιάννη να συζητάνε. Και ο Νικόλας είπε στον Γιάννη πως τα ποιο όμορφα κορίτσια  τα'χει η τάξη του Νικόλα. Ο Νικόλας είπε ότι εγώ ήμουν η ποιο όμορφη. Ακόμα, μια φορά ο Μάνος είχε ρωτήσει τον Νικόλα αν του αρέσω αλλά αφού ο Νικόλας απέφυγε να απαντήσει θα ξαναρωτήσει. Τέλος ο Μάνος μου είπε να μην σκάσω πια για τον Νικόλα και έχει δίκιο. Επίσης αυτές τις μέρες δεν έχουμε αφήσει στιγμή να μη φάμε. Τι αρνιά τι κοκορέτσια. Τα πάντα!

Σάββατο 8 Μαϊου 1993

Έχω πάθει την πλάκα μου!! Άκου να δεις τι έγινε την Παρασκευή. Πίσω μου καθόταν ο Νικόλας και πίσω από τη Μόνικα ο Βασίλης. Έτσι πήρα το σιλοτέιπ της Μόνικας από την Ειρήνη που της το είχε δώσει και της το έδωσα κάπως πεταχτά. Έτσι μου έδωσε δύο γερές στο χέρι. Και άκουσα από πίσω τον Νικόλα που είπε: 'Μην πειράζετε την γκόμενά μου'. Τότε τον κοίταξε η Μόνικα και της έκλεισε το μάτι. Εν το μεταξί κάθε απόγευμα που κατεβαίνω στη στάση μου με χαιρετάει και την Τετάρτη φόρεσε αυτό που το έκανα δώρο.

Σάββατο 12 Ιουνίου 1993

Έρχεται το καλοκαιράκι ή μάλλον ήρθε!
Λοιπόν απ'ότι είδα έχω να σου γράψω κάτι χρόνια. Πρώτον θέλω να σου πω ότι απο τότε που τα χαλάσαμε με τον Σπύρο αυτές τις μέρες όλο έρχεται με βρίζει με χτυπάει αλλά βέβαια εγώ δεν θα μείνω με σταυρωμένα χέρια. Έτσι τον πήρα τηλέφωνο και του είπα να σταματήσει αυτό που κάνει αλλιώς αν θέλει να παίξουμε αυτό το παιχνίδι να ξέρει ότι είναι χαμένος. Εντομεταξί είχα γίνει μπαρούτι.
Τώρα ας μπούμε στο κυρίως θέμα. Αφιέρωμα στον Νικόλα Μαρίνο
1) Σ'είδα τώρα στη γωνιά και μου πήρες τα μυαλά
2) I say hello you fool I love you
3) I will always love you
4) Everything I do, I do it for you
5) Πεθαίνω στην ερημιά μοναξιά. Πεθαίνω στην ερημιά κι εσύ είσαι πάντα μακριά
6) Τρελαίνεις την πυξίδα μου και δείχνει όπου πας, μακάρι μόνο να'ξερα εσύ αν μ'αγαπάς
7) Μην αντιστέκεσαι το πάθος έρχεται και φεύγει η λογική
8) Χωρίς εσένα είμαι ένα τίποτα μια κουκίδα στο χάρτι χαμένη
9) Μισώ το καθετί που αγγίζεις και δεν είμαι εγώ
10) Δεν μπορώ ν'αντισταθώ, σε θέλω όσο και να προσπαθώ

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

Ούγκα Ούγκα και Χαβιάρι Μπελούγκα

Της είχε κεντρίσει  το ενδιαφέρον. Τον είχε δει σε ένα μπαρ. Σε ένα τραπέζι εκείνη με τις φίλες της, στο διπλανό εκείνος με την παρέα του. Δεν ήταν ο τύπος της. Της φαινόταν πολύ 'large' και στο ντύσιμο και στην συμπεριφορά. Φορούσε τζιν Dolce & Gabbana (Ντόλτσε και Γκουδούνα- όπως το έλεγε πάντα εκείνη και γελούσε) με κάτι σαχλοκούδουνα να κρέμονται. Ζώνη με χαλκάδες και κλαπατσίμπαλα και t-shirt V με μεγάλη στάμπα Abercrombie & Fitch. 'Αυτό το V βρε παιδιά, είναι για τις γυναίκες και τα ντεκολτέ τους, όχι για τους άντρες και τα μούσκουλά τους!' σκεφτόταν. Ρολόι ΚΑΤΑΧΡΥΣΟ, μεγαλύτερο κι από τον Big Ben. Παπούτσι, αθλητικό μεν- Prada δε, με την κόκκινη γραμμούλα πίσω. Πούρο, τεράστιο. 'Αμάν αυτοί και οι πουράκλες τους!' σκέφτηκε. Καθόταν εκεί με τους φίλους του, μες τις σαμπάνιες και τις γκόμενες. Και τι γκόμενες! Υπερπαραγωγές! Από την εμφάνισή τους και μόνο, καταλάβαινες πως παρακολουθούσαν εκπομπές για τους celebrities στο Hollywood, ολημερίς και οληνυκτίς. Καυτά μίνι, βαθιά ντεκολτέ, στρας παντού και τακούνια ψηλά για να φτάσουν το Θεό. Βάψιμο μπόλικο και βαρύ. Σκέτος σοβάς. Αφού σκεφτόταν πως αν έπαιρνε ένα χαρτί και το κολλούσε γερά στη μούρη μίας από αυτές, θα αποτυπωνόταν η μορφή της με ακρίβεια πάνω στο χαρτί. Έτσι, για ενθύμιο! Και βέβαια, με πούρα κι αυτές. Αυτό? Απλά πρόστυχο...

Την κοιτούσε συνέχεια και κάποια στιγμή την πλησίασε. 'Πώς σε λένε ομορφιά?' την ρώτησε. 'Κατερίνα, εσένα?' 'Ονομάζομαι Νικόλαος Νεόπλουτος ο Τρίτος. Μπορείς να με φωνάζεις Νικόλαο.' Εκείνη χαμογέλασε. 'Αυτό θα έχει πλάκα' σκέφτηκε. 'Εντάξει Νικόλαο. Έρχεσαι συχνά εδώ?' τον ρώτησε. 'Α, ναι! Εδώ και χρόνια. Αλλά τώρα τελευταία, έχει χαλάσει ο κόσμος που μαζεύεται εδώ.' 'Ναι. Έχει περάσει η ημερομηνία λήξης του' σκέφτηκε εκείνη. Έπιασαν την κουβέντα. Η 'ομορφιά', όπως καταλαβαίνεις, δεν χρειάστηκε να πει τίποτα άλλο για τον εαυτό της. Μιλούσε εκείνος. Για τον εαυτό του. Ακατάπαυστα. Ο παππούς του (Νικόλαος ο Πρώτος, το βρήκες) ήταν από τη Δράμα... Μα τι δράμα... Ο Νικόλαος ο Δεύτερος και ο Τρίτος είχαν χρόνια που κατέβηκαν στην Αθήνα, και με κάτι δουλειές που έκαναν, είχαν βγάλει λεφτά. Πολλά λεφτά σου λέω! Η καταγωγή του, μάλλον του ξέφυγε στη συζήτηση διότι μετά επέμενε πως ήταν Αθηναίος. Όχι μόνο Αθηναίος. Βέρος Κολωνακιώτης.

Το χειμώνα τον περνούσε στο Κολωνάκι. 'Τα βόρεια προάστια είναι ξεπερασμένα. Τα νότια, μάζεψαν πολύ βλαχιά' είπε. Οδηγούσε Hummer. 'Από όλα τα μέρη, στο Κολωνάκι διάλεξες να οδηγείς τέτοιο αμάξι? Αχ, χρυσέ μου, το έχεις το θεματάκι σου... Αυτό το κτήνος, καταρχάς δεν στρίβει μες το Κολωνάκι. Κατά δεύτερον, τι περιμένεις? Πως θα σε βομβαρδίσουν οι Ταλιμπάν στο Πρυτανείο, ή πως θα κάνεις off-road στην Τσακάλωφ?' σκέφτηκε εκείνη. Το καλοκαίρι το περνούσε ασυζητητί στην Βουλιαγμένη. Και οδηγούσε Ferrari. Εννοείται... Αυτό, της θύμισε μια πλάκα που είχε κάνει παλιότερα με μια φίλη της στη Βουλιαγμένη. Περπατούσαν ξέγνοιαστες, εκεί, μπροστά στην Aqua Marina, και άξαφνα πέρασε από μπροστά τους, μια κατακόκκινη Ferrari. Με 10 km/h... Ναι , αγάπη μου! Τι με κοιτάς με απορία? Έτσι το 'ανοίγεις' το αμάξι, δεν το ήξερες? Δεν κρατήθηκε και άρχισε να φωνάζει εκστασιασμένη. 'Τι αμάξι είναι αυτό?!! ΠΟ ΠΟ μεγάλε! Είσαι ΘΕΟΣ!!!' Ο οδηγός, κατέβασε το παράθυρο, χαμογέλασε, ανακάθισε, και κορδωμένος του κερατά συνέχισε το δρόμο του. Έμειναν κόκαλο. 'Καλά, το πίστεψε? Δε βαριέσαι, του φτιάξαμε τη μέρα.'

Αντάλλαξαν τηλέφωνα για να κανονίσουν να βρεθούν. Την είχε φάει η περιέργεια. Έπρεπε να τον δει στο φυσικό του περιβάλλον. Να τον παρατηρήσει. Να το ζήσει αυτό το ντοκιμαντέρ!

Εκείνο το βράδυ, την πήγε στο πιο κλασάτο, exclusive, hot εστιατόριο της Αθήνας. Ήταν ένα μέρος 'του ονείρου, με τη θάλασσα πιάτο' όπως της είπε. Ο μετρ τους οδήγησε στο τραπέζι τους και η ευγενέστατη σερβιτόρα ήρθε να τους σερβίρει νερό στα ποτήρια. 'Good Evegggggning' ξεστόμισε με βαριά προφορά ανατολικού μπλοκ. Ναι φίλε μου, γιατί και το ΚΟΡΥΦΑΙΟ εστιατόριο, από κάπου πρέπει να κόψει τα κόστη σε περίοδο οικονομικής κρίσης. 'Το νερό εδώ είναι Fiji. Το φέρνουν από το εξωτερικό' της είπε για φιγούρα. Το ήξερε αυτό το νερό. Το έδιναν σε ένα τελειωμένο κλάμπ στο Λονδίνο, στους ρεϊβάδες, για να μην πάθουν αφυδάτωση. Χλίδα σου λέω. 'Τι μας πουλάνε, οι άτιμοι!' σκέφτηκε.

Αφού έφαγαν, ζήτησαν τον λογαριασμό. Την κέρασε εκείνος, φροντίζοντας όμως να τοποθετήσει το λογαριασμό αρκετά κοντά της ώστε να μπορεί να δει το τελικό ποσό. Πρωτοκλασάτο, μη μου πεις... 'Μάλιστα. Με τόσα, περνάω δύο εβδομάδες' σκέφτηκε. 'Σε ευχαριστώ πολύ για απόψε!' του είπε. 'Μα, δεν τελείωσε το βράδυ. Θα έρθεις σπίτι μου' της απάντησε. 'Η μάσκα έχει αρχίσει να βγαίνει' σκέφτηκε και του έδωσε τροφή για το αποκορύφωμα. 'Ξέρεις, έχω πρωινό ξύπνημα αύριο και πρέπει να πάω σπίτι.' Με τη μία παλάμη, έσφιξε το χέρι της καρέκλας και βρόντηξε την άλλη, σε γροθιά, στο τραπέζι. 'Πώς την είδες κοριτσάκι μου? Σε βάζουμε σε αμάξι που δεν θα έβλεπες ούτε στα όνειρά σου, και σε φέρνουμε σε εστιατόριο όπου δεν θα ξαναπατήσεις και να ήθελες, και δεν θα μας κάτσεις? Ποια νομίζεις ότι είσαι?' είπε με ύφος νταβατζή που έχει χρόνια στην πιάτσα. Εκείνη χαμογέλασε. 'Ο απόλυτος gentleman! Ούτε χιμπαντζής ο τύπος.' Σηκώθηκε, έκανε αναστροφή και έφυγε. Μακριά. 

Μ Α Κ Ρ Ι Α ! ! !

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

Να Ζήσει το Χωριό μας!

'ΩΧ ΌΟΟΟΟΟΧΙ! Οικογενειακές διακοπές? Βαριέεεεμαι!' Μόλις του είχαν ανακοινώσει οι γονείς του πως θα έφευγαν όλοι μαζί για το τριήμερο. ΌΛΟΙ μαζί! Εκείνος, ο αδελφός του, οι γονείς τους, και όχι, δεν τελειώνει εκεί... Θα ακολουθούσαν οι θείοι του με τον ξάδελφό του, καθώς και οι άλλοι δύο θείοι του, με τις τρεις ξαδέλφες του. Ευχυχώς ήμασταν στην εφηβεία και είχαμε ξεπεράσει τη φάση ΄Κορίτσια? Μπλιάχ!'

Τώρα που το ξανασκεφτόταν, δεν ήταν και τόσο κακή ιδέα. Αδέλφια, ξαδέλφια, όλοι μεταξύ τους τα πήγαιναν πάρα πολύ καλά. Γελούσαν πολύ! Βλέπεις, ήταν οι ηλικίες τους κοντινές. Από 15 έως 18. Αλλά οι μεγάλοι? Τι να τους κάνεις τους 'μεγάλους'? 'Θα τους έχουμε μέσα στα πόδια μας! Δεν θα μπορούμε να καπνίσουμε, να βρίσουμε... Εεεεε βρε αδελφέ! Πόσο καλά να περάσουμε έτσι?'

Είχαν νοικιάσει μια μικρή βίλα μες τα Χανιά (μην ξεχνάς, μιλάμε για δώδεκα άτομα στο σύνολο). Πολύ ωραία διαρρυθμισμένη, με κήπο, πισίνα και όλα τα κομφόρ. Αυτοκίνητα δεν τους χρειάζονταν. Ήταν ένα τριήμερο 'χαλάρωσης, εμείς κι εμείς, με ηλιοθεραπεία, κους κους, φαγητό και βουτιές' όπως του είπε η μαμά του.

Το τελευταίο τους βράδυ εκεί, ξεκίνησε αναμενόμενα για τα ελληνικά παραδοσιακά δεδομένα. Πήγαν όλοι μαζί να φάνε σε μια ψαροταβέρνα πάνω στη θάλασσα. Στο ένα τραπέζι οι γονείς, στο άλλο τραπέζι τα παιδιά. Το έχεις βιώσει κι εσύ αυτό ε? Είναι το παραδοσιακό 'σύστημα' που ακολουθούν όλοι, αλλά που πολλές φορές προκύπτει απίστευτα 'άτοπο'. Θα έχεις βρεθεί κι εσύ σε κάποιο άσχετο κάλεσμα, κάποιου συνεργάτη του μπαμπά, στο οποίο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ δεν θες να πας, και σε βάζουν στο τραπέζι με τα 'παιδιά'. Εσύ δεκαέξι, ο διπλανός σου έξι. 'Τι να κάνω? να τον ταϊσω????!!!' Και κόβεις φλέβα μέχρι να φύγετε επιτέλους. 

Το βράδυ κυλούσε όμορφα. Τα παιδιά σιγά σιγά συνειδητοποίησαν πως οι μεγάλοι τους είχαν κάνει στη μπάντα. Έχουν κι αυτοί τις ανάγκες τους χρυσέ μου! Δε μπορούν να ασχολούνται μονίμως μαζί σου! Έπιναν, συζητούσαν, γελούσαν... Έπιναν... Έπιναν... 'Μωρέ, καλά τα πάνε αυτοί! Τα κατεβάζουν τα κρασάκια τους!'

Τα παιδιά βρήκαν ευκαιρία. Άρχισαν κι εκείνα να ξεθαρρεύουν και να παραγγέλνουν το ένα μισόκιλο μετά το άλλο. Το απαγορευμένο, έχει τελικά γεύση 'φρουτώδη'. Γελούσαν, πειράζονταν... Άρχισαν να τραγουδούν! Ο ένας πρώτη φωνή, ο άλλος δεύτερη, ο τρίτος ντραμς (του στιλ χτυπάω τα ποτήρια με τα μαχαιροπίρουνα), η τέταρτη κι άλλα ντραμς (του στιλ κοπανάω το τραπέζι), τρομπέτες, βιολιά, ό,τι ήχο μπορείς να φανταστείς, τον έκαναν. 'Σσσσσ, θα μας διώξουν' είπαν μεταξύ τους. 'Ποιος να μας διώξει καλέ? Πιάστε άλλο τραγούδι και πάμε όλοι μαζί!' είπε ο θείος. Και ξεκίνησαν.

Λίγο αργότερα, μέσα στο κέφι, πλήρωσαν και σηκώθηκαν. Χωρίς να συνεννοηθεί κανείς με κανέναν, έφυγαν από την ταβέρνα 'τρενάκι', πιασμένοι ο ένας πίσω από τον άλλο. 'Πού πάμε?' φώναξε ο πρώτος. 'Πάμε για ποτό! Όπου βρεις, μπες!' απάντησε η τελευταία. Και διέσχισαν έτσι όλο το λιμάνι. Ένα τρενάκι τραγουδιστό, φωναχτό, χαρούμενο! Οι τουρίστες κατά μήκους του λιμανιού, τους κοιτούσαν και ξεσηκώνονταν. 'I love these Greeks! They are crazy! Splendid!', 'Vive la Grece!', 'Ich liebe Griechenland!' και άλλα τέτοια... Ο απόλυτος χαμός!

Βρήκαν ένα μπαρ και χώθηκαν όλοι μέσα. Μικροί και μεγάλοι. Μια ομάδα. Μουσική δυνατή, χορευτική. Το ένα από τα παιδιά, ανέβηκε πάνω στο μπαρ και άρχισε να χορεύει σε κατάσταση έκστασης. Ο ανεμιστήρας του ταβανιού παραλίγο να του πάρει το χέρι έτσι όπως έκανε. 'Τα παιδιά να πιουν Malibu- ανανά. Είναι πιο ελαφρύ.' 'Αχ  και να ήξερες, πατέρα!' σκέφτηκε.

Συνέχισαν να χορεύουν, και άξαφνα, άρχισε να παίζει το Thriller του Michael Jackson. Ω ναι, ένα διαχρονικό κομμάτι. Όλη η οικογένεια, αυτόματα μεταμορφώθηκε σε ζόμπι. Μικροί, μεγάλοι, άρχισαν να μιμούνται τις χορευτικές κινήσεις από το βιντεοκλίπ. Ανεπιτυχώς, φυσικά... Τι γέλιο! 'Τι ωραία που περνάμε! Αυτές οι διακοπές θα πρέπει να επαναληφθούν! Αυτό θα πρέπει να το κάνουμε πιο συχνά!' σκέφτηκε.

Ο αδελφός του, σήκωσε το Malibu- ανανά και φώναξε 'Να ζήσει το χωριό μας!'

'ΝΑ ΖΗΣΕΙ!!!' απάντησαν οι υπόλοιποι έντεκα.