Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Και που μεγάλωσες, τις ίδιες βλακείες κάνεις...

Η BG κι ο BB. Μια μεγάλη ιστορία. Εκείνος, πέντε χρονών. Εκείνη, τεσσάρων. Εκείνος, ενοχλητικό μικρό αντράκι, με αρρύθμιστα ακόμα επίπεδα τεστοστερόνης. Εκείνη, κοριτσάκι μεν, αγοροκοριτσάκι δε. Δηλαδή, πάρε τη Μπάρμπι να μην την βλέπω, και δώσε μου τουφέκια με σκάγια και μπάλες του μπάσκετ.

Τους είχε φέρει η μοίρα κοντά. Ή καλύτερα, οι γονείς τους. Στην παρέα των παιδιών, εκείνος ήταν το μόνο αγόρι, οπότε αναγκαστικά έπαιζε μαζί της. Είχαν κοινά ενδιαφέροντα βλέπεις. Κοίταξε, δεν έχω παιδιά ακόμα, αλλά θα σου πω το εξής. Σε τόσο μικρές ηλικίες, που τα παιδιά απλά δεν πρόκειται να βάλουν κώλο κάτω, και δεν κουράζονται με τίποτα, καλό είναι να μην προσπαθεί μόνος ο γονιός να κουμαντάρει την κατάσταση. Αν αρχίσεις να τα κυνηγάς, θα τα έχεις παίξει στο πεντάλεπτο, θα σε πιάσει η μέση σου, θα πάθεις κατάθλιψη διότι θα σκεφτείς ‘Αμάν, γέρασα’, και τελείωσε η υπόθεση. Συνεπώς, βρίσκεις κάποιον άλλο κακομοίρη γονιό με το ίδιο ‘πρόβλημα’, συναντιέστε, αμολάτε τα μπεμπέ να τρέξουν να ξεδώσουν, κι εσείς πίνετε ήσυχα το καφεδάκι σας όπως προέβλεψε η φύση.

Στην περίπτωσή μας όμως, δε μιλάμε απλά για δυο μικρά παιδιά. Μιλάμε για τα ‘διαβολάκια’ των δύο οικογενειών. Συνεπώς, η συναναστροφή ήταν καταστροφική. Τρέχανε (ναι!), παίζανε (τέλεια!), και πειράζονταν συνέχεια (α όχι, αυτά δε μου αρέσουν). Ναι, αυτά είναι όντως επικίνδυνα πράγματα. Εκείνος πάντως είχε ευτυχώς επίγνωση της δύναμής του (ότι αν την χτυπούσε δηλαδή, θα την διέλυε), οπότε δεν της έκανε ποτέ σοβαρό κακό. Εκείνη, του πετούσε μπάλες στο κεφάλι, τον κλωτσούσε αλύπητα (άντρας είναι, αντέχει), και του έριχνε και καμιά τσαχπινιά όταν τα έβρισκε σκούρα και έπρεπε κάπως να τον μαλακώσει για να του ξεφύγει. Εκείνος πάλι, είχε μανία να βάζει τα δάχτυλά του στα λακκάκια της. Πίστεψέ με, δεν υπάρχει χειρότερο. Γιατί μην ξεχνάς πως στις ηλικίες αυτές, τα εγκλήματα γίνονται κατ’εξακολούθηση. Όπως δηλαδή ακούς ασταμάτητα «Μαμάαα! Μαμάαα! Μαμάαα!» και θες να σπάσεις το κεφάλι σου στον τοίχο, έτσι τα παιδάκια επαναλαμβάνουν και τις ενοχλητικές πράξεις. Όταν λοιπόν ήθελε να την φτάσει σε σημείο δακρύων, στόχευε στα λακκάκια. Την ακινητοποιούσε (ναι, τα κατάφερνε δυστυχώς) και πάταγε τα λακκάκια της. Αυτό. Συνέχεια! Το άλλο του αφοπλιστικό όπλο, ήταν η μέθοδος ‘το παίζω θύμα’. Έκανε δηλαδή τον πονεμένο. ‘Με πόνεσες!’ κλαψούριζε και στο δευτερόλεπτο που κοκάλωνε η BG με τον φόβο ότι τον παραχτύπησε, εκείνος ξεγλιστρούσε και έτρεχε μακριά γελώντας. Ανήθικα πράγματα σου λέω.

Τα έφερε έτσι η ζωή και οι οικογένειες χάθηκαν… Τα έφερε έτσι η ζωή, και 25 χρόνια μετά εμφανίστηκε το Facebook. Τον εντόπισε, εκείνη πρώτη. Εκείνος, της έκανε την τιμή να αποδεχτεί την πρόσκλησή της για online φιλία. Άρχισαν να μιλούν μηνυματικά. Συνειδητοποίησαν πως ζούσαν στην ίδια γειτονιά της Αθήνας, σύχναζαν στα ίδια μέρη, αλλά δεν είχαν προσέξει ποτέ ο ένας τον άλλο. Ε, είχαν περάσει τόσα χρόνια. Οι φυσιογνωμίες είχαν αλλάξει. Εκείνος είχε ομορφύνει. Είχε γίνει ολόκληρος άντρας. Εκείνη? Εντάξει, εκείνη ήταν θεά από μικρή…

Με την ακαριαία οικειότητα, επανήλθε και το πείραγμα. Αναμενόμενα πράγματα… Δούλεμα στο δούλεμα, ατάκα στην ατάκα… Δεν είχαν θίξει το ενδεχόμενο να τα πουν από κοντά. Είναι δύσκολο βλέπεις για μια γυναίκα να βρει το θάρρος να βρεθεί τετ-α-τετ με τον άντρα που κάποτε της κατέβαζε τις φούστες πεισματικά (ναι, μπορείς να παίζεις τον καουμπόη με φούστα, μην απορείς). Και είναι δύσκολο για έναν άντρα, να βρεθεί με τη γυναίκα που τον έκανε να κλάψει πρώτη φορά με χτύπημα κάτω από τη ζώνη… (ήταν ατύχημα, σου το ορκίζομαι!)

Είχαν όμως και οι δύο πλέον τα μάτια τους δεκατέσσερα όταν έβγαιναν. Ένα βράδυ λοιπόν, εκείνη είχε βγει με φίλες για φαγητό. Έλεγαν εκεί τα δικά τους.. Γελούσαν… Ώσπου ξαφνικά, την χτύπησε ένα κομμάτι ψωμί, με δύναμη στο μάγουλο. Την πέτυχε σε στιγμή γέλιου, οπότε όπως καταλαβαίνεις, βρήκε λακκάκι κατευθείαν. Κοίταξε γύρω της νευριασμένη, και τον είδε στο βάθος του εστιατορίου. Σε ένα τραπέζι για δύο.. Μόνος… Να χαμογελά…Ο ίδιος διάολος που θυμόταν από όταν ήταν μικρή. ‘Που το πέτυχε το λακκάκι ο κερατάς’ σκέφτηκε γνέφοντάς του χαμογελαστά. Όταν ξανακοίταξε προς το μέρος του λίγο αργότερα, είδε πως συνοδευόταν. Είχε βγει ραντεβουδάκι ο BB. Η BG φώναξε τον σερβιτόρο. Του ψιθύρισε κάτι στο αυτί, του έδωσε και ένα μικρό tip, και τον έστειλε προς το μέρος ‘εκείνου’. Αυτό που ακολούθησε το χάρηκε η ψυχή της. ‘Κύριε, σας ζητά η γυναίκα σας στο τηλέφωνο’ του είπε ο σερβιτόρος. Το ‘date’ πετάχτηκε πάνω, άρχισε να τον βρίζει, του έριξε και ένα ποτήρι κρασί στη μούρη κι έφυγε. Εκείνος, είχε μείνει παγωμένος. Κοιτάχτηκαν, δε μίλησαν, αλλά είχαν συνεννοηθεί απόλυτα. Αυτό θα ήταν το καινούριο τους παιχνίδι από δω και πέρα.

Ακολούθησαν σκηνικά άπειρου κάλους τις επόμενες εβδομάδες. Πήγαινε εκείνος να αγοράσει ένα τζιν, του χρέωναν και πέντε πουκάμισα ‘που διάλεξε η γυναίκα σας’… Εκείνη αναγκάστηκε να αλλάξει ποτό, διότι το Bloody Mary της ερχόταν όλο και πιο συχνά τίγκα στο Tabasco. Εκείνος αναγκάστηκε να ακινητοποιήσει τη μηχανή του διότι ‘κάποιος’ εξαφάνισε τις πινακίδες του. Ποτέ όμως δεν είχαν βρεθεί τετ-α-τετ.

Ένα βράδυ, αποφάσισε να βγει σε ραντεβού εκείνη. Ήλπιζε πως θα την λυπηθεί ο Θεός, και δεν θα τον πετύχει πουθενά. Δεν ήθελε να πάθει καμιά συμφορά στο ραντεβού. Όπως καταλαβαίνεις όμως, διάολος και να μην παραμονεύει δε γίνεται. Όπως είχαν κάτσει με τον Μάκη ο ένας απέναντι από τον άλλο και απολάμβαναν την σαλάτα τους, ένιωσε μια ζεστασιά να την περικυκλώνει από πίσω. Ο BB έσκυψε από πάνω της βάζοντας τα χέρια του στα χέρια της καρέκλας της και της ψιθύρισε αρκετά δυνατά ώστε να ακούει κι ο Μάκης ‘Αγάπη μου, με εκθέτεις…’ Μετά κοιτώντας το Μάκη, είπε ‘Συγγνώμη κύριε, η γυναίκα μου βλέπετε, τα έχει χάσει λίγο… Την ψάχνω καμιά ώρα τώρα’.

Την είχε στριμώξει τόσο, που δεν τολμούσε ούτε να γυρίσει να τον κοιτάξει. ‘Έλα αγάπη μου. Πάμε σπίτι’ της είπε, και παίρνοντάς την από το χέρι έφυγαν…