Την κοιτούσε συνέχεια και κάποια στιγμή την πλησίασε. 'Πώς σε λένε ομορφιά?' την ρώτησε. 'Κατερίνα, εσένα?' 'Ονομάζομαι Νικόλαος Νεόπλουτος ο Τρίτος. Μπορείς να με φωνάζεις Νικόλαο.' Εκείνη χαμογέλασε. 'Αυτό θα έχει πλάκα' σκέφτηκε. 'Εντάξει Νικόλαο. Έρχεσαι συχνά εδώ?' τον ρώτησε. 'Α, ναι! Εδώ και χρόνια. Αλλά τώρα τελευταία, έχει χαλάσει ο κόσμος που μαζεύεται εδώ.' 'Ναι. Έχει περάσει η ημερομηνία λήξης του' σκέφτηκε εκείνη. Έπιασαν την κουβέντα. Η 'ομορφιά', όπως καταλαβαίνεις, δεν χρειάστηκε να πει τίποτα άλλο για τον εαυτό της. Μιλούσε εκείνος. Για τον εαυτό του. Ακατάπαυστα. Ο παππούς του (Νικόλαος ο Πρώτος, το βρήκες) ήταν από τη Δράμα... Μα τι δράμα... Ο Νικόλαος ο Δεύτερος και ο Τρίτος είχαν χρόνια που κατέβηκαν στην Αθήνα, και με κάτι δουλειές που έκαναν, είχαν βγάλει λεφτά. Πολλά λεφτά σου λέω! Η καταγωγή του, μάλλον του ξέφυγε στη συζήτηση διότι μετά επέμενε πως ήταν Αθηναίος. Όχι μόνο Αθηναίος. Βέρος Κολωνακιώτης.
Το χειμώνα τον περνούσε στο Κολωνάκι. 'Τα βόρεια προάστια είναι ξεπερασμένα. Τα νότια, μάζεψαν πολύ βλαχιά' είπε. Οδηγούσε Hummer. 'Από όλα τα μέρη, στο Κολωνάκι διάλεξες να οδηγείς τέτοιο αμάξι? Αχ, χρυσέ μου, το έχεις το θεματάκι σου... Αυτό το κτήνος, καταρχάς δεν στρίβει μες το Κολωνάκι. Κατά δεύτερον, τι περιμένεις? Πως θα σε βομβαρδίσουν οι Ταλιμπάν στο Πρυτανείο, ή πως θα κάνεις off-road στην Τσακάλωφ?' σκέφτηκε εκείνη. Το καλοκαίρι το περνούσε ασυζητητί στην Βουλιαγμένη. Και οδηγούσε Ferrari. Εννοείται... Αυτό, της θύμισε μια πλάκα που είχε κάνει παλιότερα με μια φίλη της στη Βουλιαγμένη. Περπατούσαν ξέγνοιαστες, εκεί, μπροστά στην Aqua Marina, και άξαφνα πέρασε από μπροστά τους, μια κατακόκκινη Ferrari. Με 10 km/h... Ναι , αγάπη μου! Τι με κοιτάς με απορία? Έτσι το 'ανοίγεις' το αμάξι, δεν το ήξερες? Δεν κρατήθηκε και άρχισε να φωνάζει εκστασιασμένη. 'Τι αμάξι είναι αυτό?!! ΠΟ ΠΟ μεγάλε! Είσαι ΘΕΟΣ!!!' Ο οδηγός, κατέβασε το παράθυρο, χαμογέλασε, ανακάθισε, και κορδωμένος του κερατά συνέχισε το δρόμο του. Έμειναν κόκαλο. 'Καλά, το πίστεψε? Δε βαριέσαι, του φτιάξαμε τη μέρα.'
Αντάλλαξαν τηλέφωνα για να κανονίσουν να βρεθούν. Την είχε φάει η περιέργεια. Έπρεπε να τον δει στο φυσικό του περιβάλλον. Να τον παρατηρήσει. Να το ζήσει αυτό το ντοκιμαντέρ!
Εκείνο το βράδυ, την πήγε στο πιο κλασάτο, exclusive, hot εστιατόριο της Αθήνας. Ήταν ένα μέρος 'του ονείρου, με τη θάλασσα πιάτο' όπως της είπε. Ο μετρ τους οδήγησε στο τραπέζι τους και η ευγενέστατη σερβιτόρα ήρθε να τους σερβίρει νερό στα ποτήρια. 'Good Evegggggning' ξεστόμισε με βαριά προφορά ανατολικού μπλοκ. Ναι φίλε μου, γιατί και το ΚΟΡΥΦΑΙΟ εστιατόριο, από κάπου πρέπει να κόψει τα κόστη σε περίοδο οικονομικής κρίσης. 'Το νερό εδώ είναι Fiji. Το φέρνουν από το εξωτερικό' της είπε για φιγούρα. Το ήξερε αυτό το νερό. Το έδιναν σε ένα τελειωμένο κλάμπ στο Λονδίνο, στους ρεϊβάδες, για να μην πάθουν αφυδάτωση. Χλίδα σου λέω. 'Τι μας πουλάνε, οι άτιμοι!' σκέφτηκε.
Αφού έφαγαν, ζήτησαν τον λογαριασμό. Την κέρασε εκείνος, φροντίζοντας όμως να τοποθετήσει το λογαριασμό αρκετά κοντά της ώστε να μπορεί να δει το τελικό ποσό. Πρωτοκλασάτο, μη μου πεις... 'Μάλιστα. Με τόσα, περνάω δύο εβδομάδες' σκέφτηκε. 'Σε ευχαριστώ πολύ για απόψε!' του είπε. 'Μα, δεν τελείωσε το βράδυ. Θα έρθεις σπίτι μου' της απάντησε. 'Η μάσκα έχει αρχίσει να βγαίνει' σκέφτηκε και του έδωσε τροφή για το αποκορύφωμα. 'Ξέρεις, έχω πρωινό ξύπνημα αύριο και πρέπει να πάω σπίτι.' Με τη μία παλάμη, έσφιξε το χέρι της καρέκλας και βρόντηξε την άλλη, σε γροθιά, στο τραπέζι. 'Πώς την είδες κοριτσάκι μου? Σε βάζουμε σε αμάξι που δεν θα έβλεπες ούτε στα όνειρά σου, και σε φέρνουμε σε εστιατόριο όπου δεν θα ξαναπατήσεις και να ήθελες, και δεν θα μας κάτσεις? Ποια νομίζεις ότι είσαι?' είπε με ύφος νταβατζή που έχει χρόνια στην πιάτσα. Εκείνη χαμογέλασε. 'Ο απόλυτος gentleman! Ούτε χιμπαντζής ο τύπος.' Σηκώθηκε, έκανε αναστροφή και έφυγε. Μακριά.
Μ Α Κ Ρ Ι Α ! ! !
Ti mou thimises! Kapote eixa parakolouthisei to idio documentary, kai to sequel (2 dates)... Akousa ki egw ataka "kai se evala 2 fores st' amaksi!"
ΑπάντησηΔιαγραφήhuh?