Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Αυτό το Χιόνι δε με Χαλαρώνει- Με Τσιτώνει σαν το Σεντόνι

'Λοιπόν! Το επόμενο Σαββατοκύριακο θα πάμε στα Καλάβρυτα για σκι, εγώ, εσύ, η Κούλα και η Τούλα! Κοριτσοπαρέα! Θα είναι τέλεια!' Το σκέφτηκε. 'Ηταν τόσοι οι λόγοι για τους οποίους θα μπορούσε να βαρεθεί να πάει, που την έπιασε πονοκέφαλος. Σκι δεν έκανε, περιβολή του σκι για το κρύο δεν είχε, και το κρύο, αυτό καθεαυτό, το 'ανεχόταν'. Είπε όμως να το πάρει αλλιώς. Χιόνι. Τι ρομαντικό! Κρύο, καιρός για δύο... Ναι, ήταν μόνη εκείνη την εποχή αλλά κατάλαβες, η σκέψη και μόνο σου προκαλεί ένα ντουβρουτζά. Ένα μπακακάο. Ένα γντούπουτις. 'Κοριτσοπαρέα! Θα γελάσουμε πολύ!' σκέφτηκε. Και βέβαια φίλε μου, καταλυτικό ρόλο στη θετική της απάντηση, έπαιξαν τα γνωστά σε όλους 'apres-ski' τσιμπούσια. Γιατί μόνο αυτό καταλάβαινε όταν της έλεγαν 'apres-ski'. Αυτό θέλω βρε παιδί μου! Το χιόνι να πέφτει στη φύση έξω, και μέσα, το παμφάγο μας να πέφτει με τα μούτρα στις φασολάδες, στα χωριάτικα λουκάνικα και στα παϊδάκια. Ααααααχ, και μετά, ζεστή σοκολάτα σε cozy καφετέρια του χωριού, με σουφλέ σοκολάτας on the side, και κοινώς, φαγητό να της βγαίνει από τα αυτιά. 'Ούτε η Τούλα κάνει σκι, οπότε θα καθόμαστε στο chalet και θα κουσκουσιάζουμε' σκέφτηκε. 'Εντάξει! Μέσα! Φύγαμε για Καλάβρυτα!'

Ντύθηκε ζεστά για τα δικά της δεδομένα. Πουπουλένιο μπουφάν, κασκόλ, τζιν, λεπτεπίλεπτα γάντια και... γαλότσες. Σου το είπα ήδη χρυσέ μου, δεν ξέρει από βουνό! Αυτά είχε για 'χειμερινό ντύσιμο', αυτά έβαλε. Και να σου πω την αλήθεια, την βρίσκω πολύ πιο ειλικρινή αυτή την ένδυση όταν κάποιος δεν ξέρει τι εστί σκι βουνού. Δε μπορώ να τους βλέπω μερικούς που είναι σα να έχει ξεράσει πάνω τους όλο το μαγαζί του North Face, πολύ professionel. Που τους βλέπεις και σκέφτεσαι 'Πω πω, αυτός πρέπει να κατεβαίνει τις πίστες αέρα πατέρα!' και μετά τους βλέπεις να κάνουν έλκηθρο και χιονάνθρωπους, εκεί στα χαμηλά, δίπλα στο chalet.

Η Νούλα και η Κούλα είχαν την φαεινή ιδέα να τους πουν να ανέβουν στο πάνω chalet να αράξουν όσο εκείνες θα έκαναν σκι. 'Δε βαριέσαι! Πάμε!' Ανέβηκε λοιπόν στο lift και πήρε το δρόμο προς τις πίστες. 'Κάνει κρύυυυυυυο!!!!' Και ξέρεις.. Τα lifts είναι ύπουλα όταν είσαι 'πεζός' δηλαδή δίχως πέδιλα του σκι. Γιατί όταν κατέβεις, πρέπει να τρέξεις να φύγεις από την τροχιά τους, για να μη σε κοπανήσουν και βρεθείς φαρδιά πλατιά στην piste, μπροστά σε όλους τους έμπειρους σκιέρ. Το έκανε κι αυτό. Πίστεψέ με, με την γαλότσα που γλιστρούσε στο χιόνι, και τα δαχτυλάκια των ποδιών που είχαν ήδη κοκαλώσει από το κρύο, δεν ήταν εύκολο. Και σα να μην έφτανε αυτό, αντικρίζει το chalet. ΥΠΑΙΘΡΙΟ! 'Καλά, βλαμμένες είναι και μου είπαν να αράξω εδώ?' αναρωτήθηκε. Παγκάκια για να κάτσεις: Βρεμένα. Παγωμένα. Και σόμπες για να... ζεσταίνεσαι. Ωραίο το αστείο. 'Κοίτα να δεις που η κόλαση τελικά είναι κρύα!' σκέφτηκε. Τριγύρω, παντού όμως, γκομενάκια! Μη χαίρεσαι χρυσή μου, τι να το κάνει? Στεκόταν όρθια, το χειλάκι μπλε απο το κρύο, με χτένισμα 'πιτυρίδα' απο τις νιφάδες χιονιού, να τρέμει σαν το ψάρι μες την παγωνιά. Πολύ σέξι. Ναι, έχεις δίκιο, θα μπορούσε να πάρει μια σακούλα Κατράντζος Σπορ και να αρχίσει να κατεβαίνει τις πλαγιές με τον κώλο. Εκεί, ναι, να πιάσει κουβέντα με τους σνοουμπορντάδες. 'Καλά, εγώ? Έρχομαι κάθε Σαββατοκύριακο! Εσύ, έρχεσαι συχνά εδώ? Ναι, το χιόνι είναι πολύ καλό φέτος!' Έτσι, κατέβηκε στο κάτω chalet. Εκείνη, η Τούλα, οι παππούδες, οι γιαγιάδες, τα εγγόνια, όλοι μαζεμένοι, να πιουν το τσαγάκι τους, να ζεσταθεί το κοκαλάκι.

Ο γυρισμός προς Αθήνα ήταν το ίδιο επεισοδιακός. Πέσανε σε χιονοθύελλα. Πίστευαν ότι θα την γλιτώσουν γιατί τσουλούσε η κίνηση. Σιγά αλλά σταθερά. Το χιόνι δεν σταματούσε να πέφτει. Άρχισε να σκοτεινιάζει. Η κίνηση άρχισε να μην τσουλάει. Πάνω στο βουνό οι δικές σου, μες το αυτοκινητάκι τους. Μπροστά δύο μέτρα. Φρένο. Ακίνητοι για πέντε λεπτά. ΄Κατέβαινε με πρώτη και το χειρόφρενο μισό ανεβασμένο.' τις συμβούλευαν οι άνθρωποι του δήμου που είχαν βγει να βοηθήσουν την κατάσταση. Μπροστά ενάμισι μέτρο. Φρένο. Ακίνητοι δέκα λεπτά. Και άλλα δέκα. Χειρόφρενο. 'Εδώ θα πεθάνω η άμοιρη' σκέφτηκε. Πλέον δεν κουνιόταν τίποτα. Η μηχανή σβηστή. Φως πάνω στο βουνό, ούτε για δείγμα. Τα παράθυρα του αυτοκινήτου θολά. Δεν έβλεπε τίποτα έξω. 'Παιδιά, δεν υπάρχει περίπτωση, θα μας την πέσει και καμιά αρκούδα στο τέλος και θα έρθει να δέσει η καταστροφή!' Η ώρα περνούσε. Άρχισε να σκέφτεται: 'Έχουμε κάτι σοκολάτες, λίγο νερό... Ξέρω κι εγώ? Θα ζήσουμε! Νομίζω... Αρκεί να μην θελήσω να κάνω πιπί γιατί δεν έχω που να πάω'. ΟΧΙ!!!! ΟΧΙ χρυσή μου!!! Αυτό το συγκεκριμένο είναι να μην το σκεφτείς. Γιατί άπαξ και το σκεφτείς θ'αρχίσεις να κατουριέσαι. Είναι βέβαιο. 'Όχι το ξεχνάω αυτό, αυτό δεν το είπα ποτέ' σκέφτηκε, μόλις πέρασε σα λεζάντα με μικρά γράμματα από το μυαλό της η σκέψη 'χμμμμ, νομίζω κατουριέμαι'.

Το κατέβηκαν το βουνό μια χαρά τελικά οι κοκόνες μας, αλλά σα να μην έφτανε αυτό, έπρεπε μετά να ταξιδέψουν στην Εθνική, μες το σκοτάδι, με τα τρελά φορτηγά. Νταλίκες, φορτηγά παντού, και κάπου εκεί ανάμεσα, το μικροσκοπικό μίνι, με τα τέσσερα τρομοκρατημένα κορίτσια. Τις προσπερνούσαν, τους κόρναραν, άναβαν τους προβολείς του. 'Τι κάνουν οι τρελοί? Δεν κατουρήθηκα στο βουνό, θα χεστώ στην Εθνική? Θέλω να πάω ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ!!!! Δε με νοιάζει που το φορτηγό με τα κατεφυγμένα βιάζεται- είναι κεφάτο- ψωνίζει στου Βερόπουλου! ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΤΑΣΩ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΑΣΦΑΛΗΗΗΗΗΗΗΗΣ!!!!!!!'

Ήταν αλήθεια. Η τελευταία φορά που χάρηκε το χιόνι ήταν στο δημοτικό, σε μία παράσταση, που κάποια πρωτάκια χόρεψαν τις Τέσσερις Εποχές του Vivaldi. Αυτό ήταν εξωφρενικά αστείο!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου