Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Ιοφώντος και Εργοτίμου γωνία : η εξομολόγηση μιας φορτισμένης καρδιάς


Εκεί γεννήθηκα. Εκεί έκανα τα πρώτα μου βήματα. Εκεί χόρεψα πρώτη φορά υπό τους ήχους των A-Ha. Εκεί επιστρέφω και θα επιστρέφω πάντα.

Εμείς ζούσαμε στην οδό Ιοφώντος. Ο παππούς και η γιαγιά στην οδό Εργοτίμου. Οι πιο ζεστές μας στιγμές ήταν όλες μαζεμένες στα Σαββατοκύριακα που ήταν αυστηρά οικογενειακά. Μαζευόμασταν, ολόκληρη η οικογένεια, στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς στην Εργοτίμου. Τρεις θείοι, τρεις θείες και έξι ξαδέλφια στο σύνολο. Χαμός! Η γιαγιά μαγείρευε από νωρίς το πρωί. Ο παππούς φορούσε το παλτό του και τον μπερέ του και πήγαινε το ταψί στον φούρνο της γειτονιάς μας στην Φορμίωνος για να ψηθεί. Έτσι συνηθιζόταν τότε. Τις μεσημεριανές ώρες που κατεβαίναμε κι εμείς από το σπίτι μας στην Ιοφώντος να πάμε στον παππού και στη γιαγιά, βλέπαμε άντρες στο δρόμο με ταψιά στα χέρια να επιστρέφουν σπίτι τους. Πολύς κόσμος λοιπόν γευμάτιζε όπως εμείς. Έτσι φανταζόμουν στο παιδικό μου μυαλό, κι αυτό με ηρεμούσε. Από μικρή φοβόμουν την μοναξιά.
Από την στιγμή που φτάναμε στο σπίτι εως ότου έρθει η ώρα να φάμε, εμείς τα παιδιά μαζευόμασταν στο σαλόνι μπροστά στην τηλεόραση. Πολλά παιδιά. Πολύ πείραγμα. Τα παιδικά μας γέλια γέμιζαν το χώρο. Ξαπλώναμε μπρούμυτα σε μαξιλάρες που έριχναν στο πάτωμα ο παππούς και η γιαγιά για να βολευόμαστε όλοι και παρακολουθούσαμε. Στρουμφάκια, Thunder Cats, Nils Holgersson… Ό,τι πετυχαίναμε. Τις περισσότερες φορές βέβαια, απλά βάζαμε στο βίντεο την Μελωδία της Ευτυχίας και ξεσηκώναμε τον τόπο από τα τραγούδια μας. Όχι ότι ξέραμε τι λέγαμε... Με τις αδελφές μου ακόμα το τραγουδάμε λάθος γιατί μας κάνει και ξεκαρδιζόμαστε. Στο τραγούδι ‘Do-Re-Mi’ στο σημείο που κανονικά λέει ‘sew, a needle pulling thread’, επειδή δεν καταλαβαίναμε καθόλου τι λέει, εμείς τραγουδούσαμε ‘I need a polythrein’. ‘Χρειάζομαι μια πολυθρόνα’, δηλαδή... Αγγλιστή...Λέμε τώρα... Γιατί όπως σου εξήγησα, καλές ήταν οι μαξιλάρες, αλλά μας έπιανε και ο σβέρκος μας. Τι καλύτερο λοιπόν από το να βάλουμε μες το τραγούδι αυτό μας το βίωμα...
Και κάπου εκεί, άκουγες το κλειδί στην πόρτα και δεν αργούσαν να πλημυρίσουν τα ρουθούνια σου με μυρωδιές . Ο παππούς είχε έρθει με το φαγητό. Κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο, γεμιστά, σουτζουκάκια... Μυρωδιές που με νοσταλγία ακόμα και σήμερα γεμίζουν την καρδιά μου αγάπη και την ψυχή μου ζεστασιά.
Στην κεφαλή του τραπεζιού καθόταν πάντα ο παππούς. Πατριάρχης. Θυμάμαι τον θαυμασμό και σεβασμό που τρέφαμε όλοι  για εκείνον. Είχε την πρώτη και την τελευταία κουβέντα. Πάντα. Η γιαγιά? Καλοκάγαθη. Γεμάτη αγάπη. Ήρεμη δύναμη. Από τα χέρια της φτιαχνόταν όλο εκείνο το τραπέζι που πέραν του ότι μας γέμιζε τα στομάχια, μας μάθαινε τι θα πει αγάπη και φροντίδα.
‘Παππού? Μπορώ να αποχωρήσω?’ Μια ερώτηση η απάντηση της οποίας καθόριζε το τέλος του μεσημεριανού γεύματος. Ήταν υπέροχος ο παππούς παρ’όλη την αυστηρότητά του. Μας άφηνε να φύγουμε από το τραπέζι. Να πάμε να συνεχίσουμε αυτό που βλέπαμε. Ήξερε πόσο κρίσιμο ήταν αυτό για εμάς! Θυμάμαι πως πολλές φορές, για να μην ξεσηκώνουμε όλο το τραπέζι, περνούσαμε από κάτω, ανάμεσα από τα πόδια των μεγάλων. Πόσο τους διασκέδαζε αυτό.
Οι άντρες έμεναν να μιλήσουν για τα πολιτικά, ο καθένας με την εφημερίδα του. Οι γυναίκες βοηθούσαν την γιαγιά να μαζέψει το τραπέζι και να ξεκινήσει να ψήνει τους ελληνικούς καφέδες. Αυτή ήταν και η στιγμή που εγώ πάντα επέστρεφα στο τραπέζι. Το θυμάμαι σαν χθες. Μόλις μύριζα τον καφέ, δεν με ενδιέφερε πια καμία Τσιτάρα, καμία Φρόιλαιν Μαρία. Έτρεχα και καθόμουν στα πόδια του μπαμπά μου που ήδη με περίμενε. Μου έδινε ένα κουλούρι και με άφηνε να το βουτάω μέσα στον καφέ του. Δεν τον ένοιαζαν ούτε τα ψίχουλα που του άφηνα, ούτε τα ολόκληρα κομμάτια από το μουλιασμένο κουλούρι που έπεφταν μέσα όποτε δεν το υπολόγιζα καλά.
Στην γωνία Ιοφώντος και Εργοτίμου, υπήρχε τότε στο ισόγειο ένα παιχνιδάδικο.  Πόσο ονειρεμένο αυτό για ένα παιδί! Και πόσο επικίνδυνο για έναν γονιό... Αν και δεν ψωνίζαμε, πάντα μπαίναμε να χαζέψουμε έστω και λίγο. Το μαγαζί φαινόταν τεράστιο στα μάτια μου τότε. Ράφια ως το ταβάνι! Γεμάτα παιχνίδια! Barbie, Polly Pocket, παζλ, επιτραπέζια! Μέχρι και τα αυτιά μου χαμογελούσαν όποτε έμπαινα εκεί μέσα. Αυτή ήταν η έξοδός μου τότε! Αυτή και το ψιλικατζίδικο στην Αστυδάμαντος που χρυσάφιζε από την μανία μας να αγοράσουμε όλα τα αυτοκόλλητα για το τελευταίο album της Panini που έκανε θραύση εκείνη την περίοδο. Τι Batman? Τι NBA? Τι Barbie? Όλα τα συμπληρώναμε!
Όλα αυτά άλλαξαν πια... Εγώ? Μεγάλωσα. Μεγάλωσα κι επιστρέφω για να επισκεφτώ τους γονείς και την γιαγιά μου. Ναι, ο παππούς έχει φύγει... Και η γιαγιά δεν μαγειρεύει, μεγάλωσε πια. Το φαγητό το φέρνουμε εμείς. Τα παιδιά που ‘έγιναν μεγάλοι’. Επιστρέφουμε με αυτόν τον τρόπο την φροντίδα και την αγάπη που μας προσφέρθηκε απλώχερα στα παιδικά μας χρόνια. Επιστρέφουμε αβίαστα. Με όλη μας την καρδιά. Έτσι κρατάμε ακόμα εκείνα τα Σαββατοκύριακα που μας γαλούχησαν. Όλα όμως τα άλλα είναι αγνώριστα. Η γειτονιά μας έχει αγριέψει. Οι πόρτες των σπιτιών έχουν κλείσει. Ο κόσμος έχει απομονωθεί. Το παιχνιδάδικο και το ψιλικατζίδικο έχουν κλείσει. Ο φούρνος το ίδιο. Συχνά πυκνά ακούω από τους γονείς μου περιστατικά αγριότητας και απανθρωπιάς. ‘Χτύπησαν στον δρόμο την Κα Τάδε για να της πάρουν το φυλλαχτό της. ‘Ετσι ηλικιωμένη που είναι, έχασε την ισορροπία της και την έσυραν για κάμποσα μέτρα, την δύστυχη.’ ‘Το κουδούνι του Κου Δείνα χτύπησαν τις προάλλες και λέγοντάς του πως είναι από την ΔΕΗ για μία βλάβη, μπήκαν στο σπίτι του και τον λήστεψαν.’
Όταν φεύγουμε από την γιαγιά πια, ο μπαμπάς την κλειδώνει μες το σπίτι. Μην ξεχαστεί και δεν κλειδώσει μόνη της. ‘Δεν ανοίγεις ποτέ και σε κανέναν, ακούς?’ είναι πάντα οι τελευταίες του λέξεις.
Εγώ έζησα εκεί τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μου. Τα χρόνια της αθωότητάς μου. Γεμάτα αγάπη, ασφάλεια, ζεστασιά και ευτυχία. Τώρα το μόνο που νιώθω είναι ανασφάλεια και φόβο. Δεν το θέλω! Θέλω πίσω τα παιδικά μου χρόνια! Θέλω πίσω τις μυρωδιές και την ευτυχία με την οποία μεγάλωσα. Θέλω να ξαναδώ χαμόγελα και ανοιχτά σπίτια. Θέλω να ξαναδώ παιδιά να μπαίνουν στα σπίτια να πουν τα κάλαντα όπως κάναμε εμείς, κι όχι τρομαγμένους ηλικιωμένους να κρύβονται έντρομοι πίσω από τις πόρτες τους όποτε χτυπάει το κουδούνι.
Γιατί εγώ, με τα βιώματα από εκείνη την γειτονιά πορεύομαι. Αυτά με βοηθούν να προχωρώ και να αντέχω. Με βοηθούν να αντιμετωπίζω τις δυσκολίες της καθημερινότητας. Της ζωής...
Πολλές φορές όταν νιώσω μοναξιά, φτιάχνω στον εαυτό μου έναν ελληνικό καφέ και με ευλάβεια βουτάω ένα κουλούρι και το τρώω σιγά σιγά. Με ηρεμεί. Ή ένα πρωινό που θα είμαι μόνη, θα βάλω να δω την Μελωδία της Ευτυχίας. Ναι, θα κλάψω... Γιατί όταν πρωτοείδα αυτή την ταινία, δεν ένιωθα μόνη. Γιατί όταν πρωτοείδα αυτή την ταινία τραγουδούσα δυνατά και με πάθος! Γιατί τότε δεν είχα ανησυχίες (εκτός από το αν θα βρω τα αυτοκόλλητα που μου λείπουν από το album των Thunder Cats της Panini). Τότε δεν είχα έγνοιες και υποχρεώσεις (εκτός από το να λέω ευχαριστώ και να ζητάω άδεια για να αποχωρήσω από το τραπέζι). Τότε είχα όλη τη ζωή μπροστά μου. Όλα μπορούσαν να γίνουν! Το μέλλον ήταν γεμάτο υποσχέσεις! Και τώρα? Τώρα, μπήκα στη ζωή με το κεφάλι πρώτο. Στα βαθιά. Και πρέπει να παλέψω όπως πάλεψε ο παππούς μου. Να σηκώσω τα μανίκια ψηλά και να χωνέψω πως μπορεί τα πλάνα να άλλαξαν, αλλά τίποτα δεν είναι ανέφικτο. Κι εγώ μπορώ να ξανατραγουδήσω, και η γειτονιά στην οποία μεγάλωσα να γίνει και πάλι μια γειτονιά γεμάτη ζωή, χαρά και αλληλεγγύη.
Τώρα συνειδητοποιώ τι ζω. Τώρα καταλαβαίνω γιατί ακόμα κι όταν χαμογελούσε ο παππούς μου , εγώ ένιωθα πως πίσω από τα μάτια του έτρεχαν χίλιες σκέψεις. Γιατί πάλεψε για να καταφέρει να έχει ένα μεσημεριανό τραπέζι τόσο αγαπημένο και δεμένο. Εκτίμησε την αγάπη. Την οικογένεια. Ήταν η προτεραιότητά του. Αυτό φρόντισαν να ποτίσουν μες την ψυχή μας και οι γονείς μας. Την μία και σημαντικότερη αξία όλων. Το άλφα και το ωμέγα. Αυτή που για εμένα κρύβεται πίσω από την φράση ‘Ιοφώντος και Εργοτίμου γωνία’. Την οικογένεια. Την Οικογένεια. Αυτός ο πυρήνας αγάπης που σε ζεσταίνει, σε γεμίζει, και σου δίνει την δύναμη να προχωρήσεις. Το καταφύγιο στο οποίο θα κρυφτείς να επουλώσεις τις πληγές σου, για να βγεις να ξαναχτίσεις όσα γκρεμίστηκαν. Δεν είναι μια λέξη που θα ακούσεις. Δεν είναι ένα άγγιγμα που θα νιώσεις. Είναι η αύρα της. Η δύναμή της. Οι δικοί σου είναι εκεί για εσένα, κι εσύ για εκείνους...

Έτσι έχω σκοπό να ξεκινήσω κι εγώ την δική μου οικογένεια. Και ποιος ξέρει... Η κοινωνία, πριν απ’όλα, είναι έναν σύνολο οικογενειών. Έτσι δεν είναι??? Ίσως και να επιστρέψουν αυτά που τόσο αγάπησα. Για τα παιδιά μου...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου