Δευτέρα 6 Ιουλίου 2009

Μια βραδιά στο Ελ Πράσο

Καλοκαίρι. Ζέστη φοβερή, γαλάζιος ουρανός, τζιτζίκια. Ήταν τόσο τυχεροί! Είχαν καταφέρει να πάρουν και οι δύο, άδεια δύο εβδομάδες και είπαν να χαρούν τον έρωτά τους σε ένα resort στην Χαλκιδική. Είχαν κανονίσει να βρουν εκεί και ένα ζευγάρι φίλων. Τι φίλων δηλαδή, εκείνος συνεργάτης του αγοριού της, οπότε βρίσκονταν και κοινωνικά.

Έβαλαν τα πράγματα στο αυτοκίνητό της και ξεκίνησαν. Γιατί, ως νέο ζευγάρι, ήθελαν να χαβαλεδιάσουν και στη διαδρομή. Η ζωή είναι τόσο όμορφη όταν είσαι ερωτευμένος! Όλα λάμπουν! Τον κοιτούσε, την κοιτούσε, you are beautiful- I love you.

Έφτασαν. Παράδεισος. Πισίνα εδώ, θάλασσα εκεί, και μες την πρασινάδα, μικρά bungalows (για να έχεις και την ησυχία σου όποτε θες χρυσέ μου). Εκείνη, μες τη φύση, μες τη θάλασσα, μες τη χαρά, μες τον έρωτα. 'Αυτή είναι ζωή' σκέφτηκε.

Οι μέρες περνούσαν όμορφα. Οι άντρες έκαναν θαλάσσια σπορ, εκείνες έπιναν χυμούς, λιάζονταν και διάβαζαν περιοδικά μόδας. 'Όχι αγάπη μου! Δεν θέλω να κάνω σκι πια. Βαρέθηκα να μου κάνει κλύσμα η θάλασσα όποτε πέφτω και κουράστηκα να δείχνω τα κάλλη μου στο πανελλήνιο όποτε μου βγαίνει το μαγιό. Αρκετά!' Ακολουθούσαν τα παραδοσιακά μεσημεριανά τσιμπούσια, με ψαρομεζέδες και ουζάκι, σιέστα, και έξοδο το βράδυ για ποτό. Η καλύτερη ώρα? Όταν έπεφταν για ύπνο το βράδυ. Μην πάει εκεί ο νους σου ξεδιάντροπε! Αφήνοντας άφοβα την μπαλκονόπορτα ανοιχτή, έμπαινε όλη νύχτα, το δροσερό αεράκι στο δωμάτιο. Αυτό, σε συνδυασμό με τον ήλιο, το θαλασσινό νερό, και τις ενυδατικές κρέμες με τις οποίες παστωνόταν, την έκανε να νιώθει όχι μόνο πως ξεκουράζεται παραπάνω, αλλά πως αποτοξινώνεται ο οργανισμός της από όλο το στρες του χειμώνα.

Εκείνο το βράδυ όμως ήταν διαφορετικό. Κατά τις 3 τα ξημερώματα, άνοιξε τα μάτια, κι εκείνος δεν ήταν δίπλα της... Σηκώθηκε. Κοίταξε στο μπάνιο. Φώναξε το όνομά του: 'Κήτα?' (ναι, έτσι τον έλεγαν. Μάπα, στο επώνυμο. Κοινώς, γνωστός ως Κήτα Μάπα). Τίποτα. Πήγε προς τη μπαλκονόπορτα. 'Πού έχει πάει?' Βγήκε έξω κι άρχισε να περπατά στο γκαζόν μήπως και τον βρει κάπου. 'Κήτα? Κήτα???'

Άξαφνα, τον βλέπει μέσα σε κάτι φυλλωσιές. 'Κήτα? Τι κάνεις εδώ?' Την κοίταξε αποχαυνωμένος. 'Όντως. Κόιτα μάπα!' σκέφτηκε εκείνη. 'Τι συμβαίνει?' τον ρώτησε. Εκείνη τι στιγμή, με την άκρη του ματιού της, διέκρινε μια γυναικεία φιγούρα να ξεγλιστρά μες τις σκιές και να εξαφανίζεται. Ω ναι, ήταν η κυρία του κυρίου. Έκανε πως δεν την είδε. Δεν θα της την γλίτωνε έτσι αυτός. Τον κοιτούσε επίμονα και περίμενε να δει τι μαλακία θα της πει. 'Λοιπόν?' ξαναρώτησε. 'Εεεεεε, τίποτα αγάπη μου. Απλά ήθελα να σου κόψω ένα Εντελβάις, που είναι τόσο σπάνια, για να το φέρω στο μαξιλάρι σου!' Το είπε περήφανα! Κορδώθηκε! Τα μάτια του έλαμπαν λες και σκεφτόταν 'Το Discovery channel θα με σώσει πάλι. Εντελβάις! Τι ωραία που το σκέφτηκα αυτό ο κερατάς!'

Την πέταξε τη μπαρούφα. 'Ηταν αλήθεια... Τον είχε πιάσει το (ελ) πράσο. Η γλυκιά μας δεν κρατήθηκε. Και ξέρεις, η κοπέλα μας είναι πολύ καθωσπρέπει. Βέβαια! Με τα γαλλικά της, το πιάνο της, το μπαλέτο της, πάντα κομψή, ήξερε ποιό μαχαιροπίρουνο χρησιμοποιείς πότε, δεν καμπούριαζε ποτέ, κτλ. Και βρισιές? Ούτε για δείγμα! Αλλά αυτό πήγαινε πολύ! Δεν άντεξε και έβγαλε από μέσα της ό,τι είχε και δεν είχε.

'Τι λες ρε τελειωμένε άχρηστε τύπε? Σε μένα τα πουλάς αυτά? Έχεις το ύφος του παντογνώστη, που κόβει και ράβει και τα έχει όλα σε τάξη και σειρά, και μου πετάς 'Εντελβάις, αγάπη μου'? Αυτό το λουλούδι είναι σπανιότατο, ζει στα κρύα και σε υψόμετρο 2000- 2900 μέτρων, ρε γελοίε! Χαλκιδική είμαστε! Εγκλιματίσου! Αν και απ'ότι είδα, εγκλιματίστηκες μια χαρά! Αντίο αγαπημένε! Εύχομαι να είναι πάντα 'λάδι η θάλασσα' σε κάθε πλευρά της ζωή σου'.

Γύρισε στο bungalow, μάζεψε βιαστικά τα πράγματά της, τα φόρτωσε στο αμαξάκι της και έφυγε για Αθήνα. Ξημέρωσε. Είχε πάει 11 η ώρα περίπου κι εκείνη πλησίαζε στον προορισμό της. Σήκωσε το κινητό της και άρχισε να πληκτρολογεί. 'Έλα μαμά! Τον έπιασα στα πράσα μαμάααα! Σε λίγο φτάνω σπίτι.' 'Γράψτους όλους και προχώρα! Ψηλά το κεφάλι κορούλα μου! Επόμενος...!' της απάντησε. 'Εγώ, μόλις ήρθα για μπάνιο. Σου έχω έτοιμη ξαπλώστρα και μας παραγγέλνω τώρα Campari- πορτοκάλι. Να προσέχεις στο δρόμο. Σε περιμένω. Η θάλασσα είναι όνειρο!'

Έκλεισε το τηλέφωνο. Άνοιξε τα παράθυρα και έβαλε δυνατή μουσική. Ήταν λίγος. Τόσο λίγος, που το ρεύμα από τα παράθυρα έσβησε κάθε ανάμνηση της ύπαρξής του από μέσα της. Χαμογέλασε. Έπρεπε να το είχε φανταστεί. Το όνομά του ήταν τόοοοοοσο κουφό...

2 σχόλια:

  1. Μα τί να κάνει κι αυτός! Αφού το βράδυ αντί να λιώνουν στο (αχαλίνωτο) σεξ αυτή απολάμβανε μόνη της το νυχτερινό αεράκι που χτυπούσε πάνω στο δέρμα της - το παστωμένο από ενυδατικές κρέμες!

    Βέβαια για το τελευταίο δε λέω... απ' το όνομα φαινόταν ότι κάτι πήγαινε στραβά...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μα τώρα χρυσέ μου, να κάτσω να σου πω τι έκαναν? απαπα, θα γίνουμε ροζ και δεν κάνει!

    ΑπάντησηΔιαγραφή