Ήταν κούκλος. Ήταν η προσωποποίηση του 'τι πλάσμα είσαι εσύ αγόρι μου'.
Δεν θα τον είχε προσέξει. Είχε μόλις ξεκινήσει στην καινούρια της δουλειά και ήταν πολύ αγχωμένη. Προγραμματίστρια! Την είχαν υποδεχτεί θερμά. Της έδειξαν το γραφείο της και άνοιξαν τους υπολογιστές της για να της δείξουν τα προγράμματα. Δύο οθόνες και είκοσι ανοιγμένα παράθυρα να την κοιτούν κατάματα. Εκατόν είκοσι μηνύματα να αναβοσβήνουν με τρέλα απαιτώντας την άμεση προσοχή της. Αυτό δεν είναι δουλειά! Ο υπολογιστής, μας δουλεύει κανονικότατα. Κάνει πάρτι 80ς με φωτορυθμικά, ντισκομπάλα και φώτα νέον κι εμείς πρέπει να τον πάρουμε στα σοβαρά? Η κουκλίτσα μας αλληθώρισε μπροστά στο θέαμα. 'Δεν θα τα βγάλω πέρα! Δεν θα καταφέρω να μάθω όλα αυτά τα προγράμματα! Όπως ήρθα, θα με 'φύγουν'!' Περήφανη ελληνίδα η κοπελιά, σηκώθηκε, και κουβαλώντας την ποδοπατημένη όρεξή της για δουλειά, βγήκε έξω να κάνει ένα τσιγάρο να συνέλθει. (Μας βλέπει και κόσμος, ντροπή). Έπρεπε να δει λίγο ήλιο, λίγο αυτοκίνητο να περνά, λίγο πεζό να περπατά, κάτι φυσιολογικό. Όχι αυτό το 'πέντε εγκεφαλικά- παράνοια- τρέλα' που της επιδείκνυε με σκέρτσο ο υπολογιστής της.
Μες το νεύρο το κορίτσι μας, έγειρε σε μια κολώνα και πήρε την πρώτη τζούρα. Κάτι όμως ήταν περίεργο. Ένιωθε πως κάποιος την κοιτούσε επίμονα. Ξέρεις, θα σου έχει τύχει κι εσένα. Άλλη όρεξη δεν είχε. Ήδη την παρακολουθούσε όλο το γραφείο, να δει αν 'η καινούρια' θα τα καταφέρει. 'Ποιος μαλάκας με κοιτάει τώρα?' αναρωτήθηκε. Γύρισε να κοιτάξει πίσω της και... τον είδε. ΤΟΝ ΕΙΔΕ. Όπως σου είπα, ένα τέτοιο πλάσμα δεν θα μπορούσε να το ονειρευτεί ούτε πίνοντας pina-collada σε αιώρα στην Καραϊβική. Έκλεισε γρήρορα τα μάτια και γύρισε από την άλλη. Ήταν βέβαιη πως είχε ξανα-αλληθωρίσει. 'Αχ Θεέ μου, λυπήσου μας πρωινιάτικα! Μια δουλειά είπαμε να πιάσουμε κι εμείς, και μέσα σε δύο ώρες έχεις ρίξει δύο κεραμίδες κατακέφαλα!'
Δεν κρατήθηκε. Έπρεπε να τον ξαναδεί. Ξαναγύρισε. Εκείνος, ακόμα κοιτούσε. Της χαμογέλασε. Του χαμογέλασε κι εκείνη, ελπίζοντας πως αυτή τη φορά τα μάτια της κοιτούσαν ευθεία. Πρέπει όντως να κοιτούσε ευθεία, διότι εκείνος αναθάρρησε, σηκώθηκε και άρχισε να περπατά προς το μέρος της. 'Τι κούκλος Παναγία μου!' σκέφτηκε. Ψηλός, αδύνατος (γεροδεμένος, όχι μύξας), με κοντό καστανόξανθο μαλλί και δύο λαμπερά γαλάζια μάτια. 'Ναι, μάτιασέ μας τώρα να έρθει να δέσει η σημερινή πανωλεθρία' σκέφτηκε προς στιγμήν το ελληνάκι μας.
Έπιασαν την κουβέντα. Πώς σε λένε (είσαι κούκλος), πώς με λένε (ΕΙΣΑΙ ΚΟΥΚΛΟΣ), πώς κι από εδώ (είσαι ΘΕΟΣ), τι ωραίος καιρός (τρελαίνομαι, πεθαίνω), ναι τι ωραίος καιρός (κόβω φλέβα για σένα), πόσο μου αρέσουν τα πουλάκια που τιτιβίζουν (λιποθυμώ, χάνομαι) και τα συναφή. Κάπνιζε κι εκείνος. Σήκωσε το χέρι να πάρει μια τζούρα, κι εκείνη τη στιγμή, μια αντανάκλαση, μια λάμψη πέρασε μπροστά από τα μάτια της, που την έκανε να τα κλείσει. Και τότε την είδε. Στο τέταρτο, άψογα σχηματισμένο, ονειρεμένο δαχτυλάκι του, μια πανέμορφη, λαμπερή, περήφανη βέρα. Εκείνη έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω, κοίταξε τα ουράνια και χαμογέλασε πικρά. 'Yo Θεέ! Πλάκα μας κάνεις? Και τρίτη κεραμίδα? Αυτό πια, είναι ρεκόρ! Έχεις όρεξη για καλαμπούρι σήμερα και από όλο τον κόσμο διάλεξες εμένα για να σπάσεις πλάκα? Ελπίζω να το διασκεδάζεις! Στη θέση σου θα πνιγόμουν ήδη από τα γέλια!'
'Από που είσαι?' τον ρώτησε για να συνεχίσει την κουβέντα χαλαρά, σα να μην τρέχει τίποτα. 'Από την Ολλανδία' απάντησε εκείνος. Αυτό ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να ακούσει εκείνη τη στιγμή. Είχε πάει στο Άμστερνταμ πριν καιρό, και ακόμα δε μπορούσε να ξεχάσει τη γλώσσα των Ολλανδών. Τρελαινόταν στα γέλια όποτε τους άκουγε να μιλούν. Αυτοί παιδί μου, ήταν στην κορυφή του Πύργου της Βαβέλ και έγιναν δέκτες όλου του αλαμπουρνέζικου που γινόταν από κάτω.
Ηρέμησε. Ήξερε πως δεν θα μπορούσε να ονειρευτεί έρωτες, αγάπες και κουφέτα με αυτόν τον άνθρωπο. Γιατί ξέρεις πως πάνε αυτά. Αργά ή γρήρορα, μαθαίνει ο ένας τη γλώσσα του άλλου. Κι αν κάποια στιγμή της έλεγε 'Σε αγαπώ. Μου δίνεις το αλάτι σε παρακαλώ?' Αυτό για να καταλάβεις, μεταφράζεται ως εξής: Ik houd van u. Te gaan gelieve het zout over. 'Ναι αγάπη μου! Τώρα, περίμενε! Κ29, αποβιβάζων Γκάααζι, όβερ.' Το ξέρω. Το διάβασες κι εσύ και σε έπιασε λόξυγκας, έσπασες τη γλώσσα σου και νομίζω ρεύτηκες.
Έσβησε το τσιγάρο της και γύρισε στο ξέφρενο πάρτι των υπολογιστών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου