Τουρλουμπούκι
Ιστορίες- σφηνάκια για να σκάσει το χειλάκι σας πριν, μετά ή κατά τη διάρκεια δύσκολης ημέρας. Θα έρχεται μία ιστορία την εβδομάδα, όπως η λαϊκή της γειτονιάς. Καλημερίδιο, Καλησπεράδιο, Καληνυχτόνιο
Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014
Λίγα και καλά...
Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014
I Just Called to Say I Love You
Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014
Ιοφώντος και Εργοτίμου γωνία : η εξομολόγηση μιας φορτισμένης καρδιάς
Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011
Και που μεγάλωσες, τις ίδιες βλακείες κάνεις...
Η BG κι ο BB. Μια μεγάλη ιστορία. Εκείνος, πέντε χρονών. Εκείνη, τεσσάρων. Εκείνος, ενοχλητικό μικρό αντράκι, με αρρύθμιστα ακόμα επίπεδα τεστοστερόνης. Εκείνη, κοριτσάκι μεν, αγοροκοριτσάκι δε. Δηλαδή, πάρε τη Μπάρμπι να μην την βλέπω, και δώσε μου τουφέκια με σκάγια και μπάλες του μπάσκετ.
Τους είχε φέρει η μοίρα κοντά. Ή καλύτερα, οι γονείς τους. Στην παρέα των παιδιών, εκείνος ήταν το μόνο αγόρι, οπότε αναγκαστικά έπαιζε μαζί της. Είχαν κοινά ενδιαφέροντα βλέπεις. Κοίταξε, δεν έχω παιδιά ακόμα, αλλά θα σου πω το εξής. Σε τόσο μικρές ηλικίες, που τα παιδιά απλά δεν πρόκειται να βάλουν κώλο κάτω, και δεν κουράζονται με τίποτα, καλό είναι να μην προσπαθεί μόνος ο γονιός να κουμαντάρει την κατάσταση. Αν αρχίσεις να τα κυνηγάς, θα τα έχεις παίξει στο πεντάλεπτο, θα σε πιάσει η μέση σου, θα πάθεις κατάθλιψη διότι θα σκεφτείς ‘Αμάν, γέρασα’, και τελείωσε η υπόθεση. Συνεπώς, βρίσκεις κάποιον άλλο κακομοίρη γονιό με το ίδιο ‘πρόβλημα’, συναντιέστε, αμολάτε τα μπεμπέ να τρέξουν να ξεδώσουν, κι εσείς πίνετε ήσυχα το καφεδάκι σας όπως προέβλεψε η φύση.
Στην περίπτωσή μας όμως, δε μιλάμε απλά για δυο μικρά παιδιά. Μιλάμε για τα ‘διαβολάκια’ των δύο οικογενειών. Συνεπώς, η συναναστροφή ήταν καταστροφική. Τρέχανε (ναι!), παίζανε (τέλεια!), και πειράζονταν συνέχεια (α όχι, αυτά δε μου αρέσουν). Ναι, αυτά είναι όντως επικίνδυνα πράγματα. Εκείνος πάντως είχε ευτυχώς επίγνωση της δύναμής του (ότι αν την χτυπούσε δηλαδή, θα την διέλυε), οπότε δεν της έκανε ποτέ σοβαρό κακό. Εκείνη, του πετούσε μπάλες στο κεφάλι, τον κλωτσούσε αλύπητα (άντρας είναι, αντέχει), και του έριχνε και καμιά τσαχπινιά όταν τα έβρισκε σκούρα και έπρεπε κάπως να τον μαλακώσει για να του ξεφύγει. Εκείνος πάλι, είχε μανία να βάζει τα δάχτυλά του στα λακκάκια της. Πίστεψέ με, δεν υπάρχει χειρότερο. Γιατί μην ξεχνάς πως στις ηλικίες αυτές, τα εγκλήματα γίνονται κατ’εξακολούθηση. Όπως δηλαδή ακούς ασταμάτητα «Μαμάαα! Μαμάαα! Μαμάαα!» και θες να σπάσεις το κεφάλι σου στον τοίχο, έτσι τα παιδάκια επαναλαμβάνουν και τις ενοχλητικές πράξεις. Όταν λοιπόν ήθελε να την φτάσει σε σημείο δακρύων, στόχευε στα λακκάκια. Την ακινητοποιούσε (ναι, τα κατάφερνε δυστυχώς) και πάταγε τα λακκάκια της. Αυτό. Συνέχεια! Το άλλο του αφοπλιστικό όπλο, ήταν η μέθοδος ‘το παίζω θύμα’. Έκανε δηλαδή τον πονεμένο. ‘Με πόνεσες!’ κλαψούριζε και στο δευτερόλεπτο που κοκάλωνε η BG με τον φόβο ότι τον παραχτύπησε, εκείνος ξεγλιστρούσε και έτρεχε μακριά γελώντας. Ανήθικα πράγματα σου λέω.
Τα έφερε έτσι η ζωή και οι οικογένειες χάθηκαν… Τα έφερε έτσι η ζωή, και 25 χρόνια μετά εμφανίστηκε το Facebook. Τον εντόπισε, εκείνη πρώτη. Εκείνος, της έκανε την τιμή να αποδεχτεί την πρόσκλησή της για online φιλία. Άρχισαν να μιλούν μηνυματικά. Συνειδητοποίησαν πως ζούσαν στην ίδια γειτονιά της Αθήνας, σύχναζαν στα ίδια μέρη, αλλά δεν είχαν προσέξει ποτέ ο ένας τον άλλο. Ε, είχαν περάσει τόσα χρόνια. Οι φυσιογνωμίες είχαν αλλάξει. Εκείνος είχε ομορφύνει. Είχε γίνει ολόκληρος άντρας. Εκείνη? Εντάξει, εκείνη ήταν θεά από μικρή…
Με την ακαριαία οικειότητα, επανήλθε και το πείραγμα. Αναμενόμενα πράγματα… Δούλεμα στο δούλεμα, ατάκα στην ατάκα… Δεν είχαν θίξει το ενδεχόμενο να τα πουν από κοντά. Είναι δύσκολο βλέπεις για μια γυναίκα να βρει το θάρρος να βρεθεί τετ-α-τετ με τον άντρα που κάποτε της κατέβαζε τις φούστες πεισματικά (ναι, μπορείς να παίζεις τον καουμπόη με φούστα, μην απορείς). Και είναι δύσκολο για έναν άντρα, να βρεθεί με τη γυναίκα που τον έκανε να κλάψει πρώτη φορά με χτύπημα κάτω από τη ζώνη… (ήταν ατύχημα, σου το ορκίζομαι!)
Είχαν όμως και οι δύο πλέον τα μάτια τους δεκατέσσερα όταν έβγαιναν. Ένα βράδυ λοιπόν, εκείνη είχε βγει με φίλες για φαγητό. Έλεγαν εκεί τα δικά τους.. Γελούσαν… Ώσπου ξαφνικά, την χτύπησε ένα κομμάτι ψωμί, με δύναμη στο μάγουλο. Την πέτυχε σε στιγμή γέλιου, οπότε όπως καταλαβαίνεις, βρήκε λακκάκι κατευθείαν. Κοίταξε γύρω της νευριασμένη, και τον είδε στο βάθος του εστιατορίου. Σε ένα τραπέζι για δύο.. Μόνος… Να χαμογελά…Ο ίδιος διάολος που θυμόταν από όταν ήταν μικρή. ‘Που το πέτυχε το λακκάκι ο κερατάς’ σκέφτηκε γνέφοντάς του χαμογελαστά. Όταν ξανακοίταξε προς το μέρος του λίγο αργότερα, είδε πως συνοδευόταν. Είχε βγει ραντεβουδάκι ο BB. Η BG φώναξε τον σερβιτόρο. Του ψιθύρισε κάτι στο αυτί, του έδωσε και ένα μικρό tip, και τον έστειλε προς το μέρος ‘εκείνου’. Αυτό που ακολούθησε το χάρηκε η ψυχή της. ‘Κύριε, σας ζητά η γυναίκα σας στο τηλέφωνο’ του είπε ο σερβιτόρος. Το ‘date’ πετάχτηκε πάνω, άρχισε να τον βρίζει, του έριξε και ένα ποτήρι κρασί στη μούρη κι έφυγε. Εκείνος, είχε μείνει παγωμένος. Κοιτάχτηκαν, δε μίλησαν, αλλά είχαν συνεννοηθεί απόλυτα. Αυτό θα ήταν το καινούριο τους παιχνίδι από δω και πέρα.
Ακολούθησαν σκηνικά άπειρου κάλους τις επόμενες εβδομάδες. Πήγαινε εκείνος να αγοράσει ένα τζιν, του χρέωναν και πέντε πουκάμισα ‘που διάλεξε η γυναίκα σας’… Εκείνη αναγκάστηκε να αλλάξει ποτό, διότι το Bloody Mary της ερχόταν όλο και πιο συχνά τίγκα στο Tabasco. Εκείνος αναγκάστηκε να ακινητοποιήσει τη μηχανή του διότι ‘κάποιος’ εξαφάνισε τις πινακίδες του. Ποτέ όμως δεν είχαν βρεθεί τετ-α-τετ.
Ένα βράδυ, αποφάσισε να βγει σε ραντεβού εκείνη. Ήλπιζε πως θα την λυπηθεί ο Θεός, και δεν θα τον πετύχει πουθενά. Δεν ήθελε να πάθει καμιά συμφορά στο ραντεβού. Όπως καταλαβαίνεις όμως, διάολος και να μην παραμονεύει δε γίνεται. Όπως είχαν κάτσει με τον Μάκη ο ένας απέναντι από τον άλλο και απολάμβαναν την σαλάτα τους, ένιωσε μια ζεστασιά να την περικυκλώνει από πίσω. Ο BB έσκυψε από πάνω της βάζοντας τα χέρια του στα χέρια της καρέκλας της και της ψιθύρισε αρκετά δυνατά ώστε να ακούει κι ο Μάκης ‘Αγάπη μου, με εκθέτεις…’ Μετά κοιτώντας το Μάκη, είπε ‘Συγγνώμη κύριε, η γυναίκα μου βλέπετε, τα έχει χάσει λίγο… Την ψάχνω καμιά ώρα τώρα’.
Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010
Το αριστούργημα........
σου γράφω γιατί σήμερα έζησα την ελληνική εξυπηρέτηση σε όλο της το μεγαλείο. Μπήκα σε ένα μαγαζί να πάρω ένα μαγιώ κι άκουσα την ιδιοκτήτρια να βρίζει απαίσια μία πελάτισσα. τα ακριβή της λόγια ήταν 'γαμώ το σπίτι σου καριόλα'.. Ε? Πώς σου φαίνεται? Είναι βέβαια γνωστό πως αυτή η κυρία πάσχει χρόνια από αυτή την α-stenia.
Έκανα μεταβολή και έφυγα. Πήγα αλλού.
Ψώνισα?
Εννοείται!
Μαγιώ πήρα?
Όχι βέβαια..........
Αυτά που λες! Ελπίζω να διακοπίζεις και να μην πήζεις...
Φιλιά,
Φραντζέσκα
Υ.Γ. Α! και να σου πω, μιας και σε βρήκα. Το μυθιστόρημα που σου υποσχέθηκα ολοκληρώθηκε. Πετώ στα σύννεφα. Όχι, δεν μοιάζω με σπουργίτη, τείνω περισσότερο σε μπαλόνι με ήλιο. Ναι! Ολοκληρώθηκε και παραδίδεται στον εκδοτικό το Σεπτέμβριο. Cross your fingers for it τεκνάκι μου αγαπημένο! Θα σε κρατώ ενήμερο για την εξέλιξή του!
Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009
Υπάρχει Λόγος
Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009
Αυτό το Χιόνι δε με Χαλαρώνει- Με Τσιτώνει σαν το Σεντόνι
Ντύθηκε ζεστά για τα δικά της δεδομένα. Πουπουλένιο μπουφάν, κασκόλ, τζιν, λεπτεπίλεπτα γάντια και... γαλότσες. Σου το είπα ήδη χρυσέ μου, δεν ξέρει από βουνό! Αυτά είχε για 'χειμερινό ντύσιμο', αυτά έβαλε. Και να σου πω την αλήθεια, την βρίσκω πολύ πιο ειλικρινή αυτή την ένδυση όταν κάποιος δεν ξέρει τι εστί σκι βουνού. Δε μπορώ να τους βλέπω μερικούς που είναι σα να έχει ξεράσει πάνω τους όλο το μαγαζί του North Face, πολύ professionel. Που τους βλέπεις και σκέφτεσαι 'Πω πω, αυτός πρέπει να κατεβαίνει τις πίστες αέρα πατέρα!' και μετά τους βλέπεις να κάνουν έλκηθρο και χιονάνθρωπους, εκεί στα χαμηλά, δίπλα στο chalet.
Η Νούλα και η Κούλα είχαν την φαεινή ιδέα να τους πουν να ανέβουν στο πάνω chalet να αράξουν όσο εκείνες θα έκαναν σκι. 'Δε βαριέσαι! Πάμε!' Ανέβηκε λοιπόν στο lift και πήρε το δρόμο προς τις πίστες. 'Κάνει κρύυυυυυυο!!!!' Και ξέρεις.. Τα lifts είναι ύπουλα όταν είσαι 'πεζός' δηλαδή δίχως πέδιλα του σκι. Γιατί όταν κατέβεις, πρέπει να τρέξεις να φύγεις από την τροχιά τους, για να μη σε κοπανήσουν και βρεθείς φαρδιά πλατιά στην piste, μπροστά σε όλους τους έμπειρους σκιέρ. Το έκανε κι αυτό. Πίστεψέ με, με την γαλότσα που γλιστρούσε στο χιόνι, και τα δαχτυλάκια των ποδιών που είχαν ήδη κοκαλώσει από το κρύο, δεν ήταν εύκολο. Και σα να μην έφτανε αυτό, αντικρίζει το chalet. ΥΠΑΙΘΡΙΟ! 'Καλά, βλαμμένες είναι και μου είπαν να αράξω εδώ?' αναρωτήθηκε. Παγκάκια για να κάτσεις: Βρεμένα. Παγωμένα. Και σόμπες για να... ζεσταίνεσαι. Ωραίο το αστείο. 'Κοίτα να δεις που η κόλαση τελικά είναι κρύα!' σκέφτηκε. Τριγύρω, παντού όμως, γκομενάκια! Μη χαίρεσαι χρυσή μου, τι να το κάνει? Στεκόταν όρθια, το χειλάκι μπλε απο το κρύο, με χτένισμα 'πιτυρίδα' απο τις νιφάδες χιονιού, να τρέμει σαν το ψάρι μες την παγωνιά. Πολύ σέξι. Ναι, έχεις δίκιο, θα μπορούσε να πάρει μια σακούλα Κατράντζος Σπορ και να αρχίσει να κατεβαίνει τις πλαγιές με τον κώλο. Εκεί, ναι, να πιάσει κουβέντα με τους σνοουμπορντάδες. 'Καλά, εγώ? Έρχομαι κάθε Σαββατοκύριακο! Εσύ, έρχεσαι συχνά εδώ? Ναι, το χιόνι είναι πολύ καλό φέτος!' Έτσι, κατέβηκε στο κάτω chalet. Εκείνη, η Τούλα, οι παππούδες, οι γιαγιάδες, τα εγγόνια, όλοι μαζεμένοι, να πιουν το τσαγάκι τους, να ζεσταθεί το κοκαλάκι.
Ο γυρισμός προς Αθήνα ήταν το ίδιο επεισοδιακός. Πέσανε σε χιονοθύελλα. Πίστευαν ότι θα την γλιτώσουν γιατί τσουλούσε η κίνηση. Σιγά αλλά σταθερά. Το χιόνι δεν σταματούσε να πέφτει. Άρχισε να σκοτεινιάζει. Η κίνηση άρχισε να μην τσουλάει. Πάνω στο βουνό οι δικές σου, μες το αυτοκινητάκι τους. Μπροστά δύο μέτρα. Φρένο. Ακίνητοι για πέντε λεπτά. ΄Κατέβαινε με πρώτη και το χειρόφρενο μισό ανεβασμένο.' τις συμβούλευαν οι άνθρωποι του δήμου που είχαν βγει να βοηθήσουν την κατάσταση. Μπροστά ενάμισι μέτρο. Φρένο. Ακίνητοι δέκα λεπτά. Και άλλα δέκα. Χειρόφρενο. 'Εδώ θα πεθάνω η άμοιρη' σκέφτηκε. Πλέον δεν κουνιόταν τίποτα. Η μηχανή σβηστή. Φως πάνω στο βουνό, ούτε για δείγμα. Τα παράθυρα του αυτοκινήτου θολά. Δεν έβλεπε τίποτα έξω. 'Παιδιά, δεν υπάρχει περίπτωση, θα μας την πέσει και καμιά αρκούδα στο τέλος και θα έρθει να δέσει η καταστροφή!' Η ώρα περνούσε. Άρχισε να σκέφτεται: 'Έχουμε κάτι σοκολάτες, λίγο νερό... Ξέρω κι εγώ? Θα ζήσουμε! Νομίζω... Αρκεί να μην θελήσω να κάνω πιπί γιατί δεν έχω που να πάω'. ΟΧΙ!!!! ΟΧΙ χρυσή μου!!! Αυτό το συγκεκριμένο είναι να μην το σκεφτείς. Γιατί άπαξ και το σκεφτείς θ'αρχίσεις να κατουριέσαι. Είναι βέβαιο. 'Όχι το ξεχνάω αυτό, αυτό δεν το είπα ποτέ' σκέφτηκε, μόλις πέρασε σα λεζάντα με μικρά γράμματα από το μυαλό της η σκέψη 'χμμμμ, νομίζω κατουριέμαι'.
Το κατέβηκαν το βουνό μια χαρά τελικά οι κοκόνες μας, αλλά σα να μην έφτανε αυτό, έπρεπε μετά να ταξιδέψουν στην Εθνική, μες το σκοτάδι, με τα τρελά φορτηγά. Νταλίκες, φορτηγά παντού, και κάπου εκεί ανάμεσα, το μικροσκοπικό μίνι, με τα τέσσερα τρομοκρατημένα κορίτσια. Τις προσπερνούσαν, τους κόρναραν, άναβαν τους προβολείς του. 'Τι κάνουν οι τρελοί? Δεν κατουρήθηκα στο βουνό, θα χεστώ στην Εθνική? Θέλω να πάω ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ!!!! Δε με νοιάζει που το φορτηγό με τα κατεφυγμένα βιάζεται- είναι κεφάτο- ψωνίζει στου Βερόπουλου! ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΤΑΣΩ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΑΣΦΑΛΗΗΗΗΗΗΗΗΣ!!!!!!!'
Ήταν αλήθεια. Η τελευταία φορά που χάρηκε το χιόνι ήταν στο δημοτικό, σε μία παράσταση, που κάποια πρωτάκια χόρεψαν τις Τέσσερις Εποχές του Vivaldi. Αυτό ήταν εξωφρενικά αστείο!