Ήταν μια
εξαιρετικά βαρετή μέρα. Καθόταν στο γραφείο της και κοιτούσε έξω από το
παράθυρο... Μία από τα ίδια σήμερα στη δουλειά. Πφφφ.
Στο κινητό της
χτύπησε μήνυμα. Whatsapp. Η
κολλητή της.
‘Το βράδυ κρασάκι
και μεζεδάκια στο ταβερνείο της γειτονιάς, ναι?’
‘Ναι.’ απάντησε.
Έβαλε και τελεία. Οι τελείες, να ξέρεις, ή βαρεμάρα υποδηλώνουν ή νεύρα, στον
κόσμο των μηνυμάτων. Κι εκείνη βαριόταν φριχτά, ψέμματα να πει?
Βγαίνοντας από το
chat που είχε με την φίλη
της, είπε να χαζέψει ποιοι άλλοι από τον τηλεφωνικό της κατάλογο είχαν την
εφαρμογή Whatsapp στο κινητό τους.
Πόπη. ‘Αμάν η
Πόπη!!! Είχε γενέθλια χθες! Και δεν την πήρα, το ζώον!’ Πάτησε κατευθείαν να
της στείλει μήνυμα. Κάτω από το όνομα της Πόπης εμφανίστηκε η πληροφορία ‘last
seen today at 10:17’. Μέχρι πριν 4
λεπτά δηλαδή κοιτούσε τα μηνύματά της. Βιάστηκε να της γράψει, να την προλάβει
πριν παρατήσει πουθενά το κινητό της. Έτσι φανταζόταν πως θα έκανε.
‘Ποπάκι μου
λατρεμένο! Χίλια ΧΙΛΙΑ συγγνώμη που δεν σου τηλεφώνησα χθες! Χρόνια σου πολλά!
Θα σε πάρω μόλις φύγω από το γραφείο να σε ακούσω! Είμαι μια γαιδούρα, μα σε
αγαπώ πολύ!!!’
Δεν πέρασαν δέκα
δευτερόλεπτα και βλέπει την ένδειξη κάτω από το όνομα της Πόπης να αλλάζει. ‘Online’
(αχ μπράβο, το είδε!). Και λίγο μετά ‘Typing’
(Ωχ, τώρα θα το φάω το σιχτίρι)
σκέφτηκε. ‘Ρεεεεεε, μην είσαι βλάκας! Ευχαριστώ πάρα πολύ! Μιλάμε αργότερα!’
Συνέχισε να
χαζεύει τις επαφές της. Κάπου εκεί μέσα βρήκε και μια παλιά καλή της φίλη. ΠΑΛΙΑ
και ΚΑΛΗ. Τωρινή και πλήρως αποξενωμένη. Τσακωμένη, παρεξηγημένη, όλα τα καλά.
Πάτησε ‘τάχα μου’ να της στείλει μήνυμα. Να δει την ένδειξη που θα βγει κάτω
από το όνομά της. Να φανταστεί τι μπορεί να έκανε εκείνη την ώρα η παλιά καλή
της φίλη. Δεν βγήκε καμία ένδειξη. Τίποτα. Ξέρεις, υπάρχει τρόπος να τα κρύβεις
αυτά. Έτσι δεν βλέπει κανείς, πότε μπήκες και πότε βγήκες από το Whatsapp.
Πότε είσαι online και πότε δε μιλάς πια. ‘Πφφφ, πάντα
κομπλεξικιά ήταν. Και βαρετή.’ σκέφτηκε και εκσφενδόνισε το κινητό της πάνω στο
γραφείο. ‘Αμάν κι εσύ, ούτε μια ίντριγκα δε μπορείς να προσφέρεις’ είπε και το
κοίταξε λοξά. Πώς κοιτάς το πιάτο με τα λαδερά φασολάκια που σου φέρνει η μαμά
να φας ενώ περίμενες πως έχετε μακαρόνια με κυμά? Ε, έτσι... Το κινητό δεν
πτοήθηκε, καθότι άψυχο αντικείμενο. Εκείνη εκνευρίστηκε ακόμα παραπάνω, καθότι
γελοίο υποκείμενο.
Το κοιτούσε λοξά,
το τσουρούφλιζε με το δαιμονισμένο της βλέμμα και ξάφνου.... Τα μάτια της
άρχισαν να γυαλίζουν με πονηριά.
‘Λες να έχει
κρατήσει τον αριθμό που είχε τότε?’ αναρωτήθηκε.
Ήταν γεγονός.
Είχε αρχίσει να φλερτάρει με το κινητό της. Άπλωσε το χέρι και η παλάμη της το
αγκάλιασε τρυφερά. Μπήκε στο Whatsapp. Πληκτρολόγησε το όνομά του. Το πάτησε, ‘τάχα μου’ για να του στείλει
μήνυμα. ‘last seen today at 08:10.’
Δεν είχε φωτογραφία του. Αυτός ο αριθμός θα μπορούσε να ανήκει στον οποιοδήποτε!
Πάνε οκτώ χρόνια από τότε. Πωπω... Πέρασαν τόσα πολλά? Κι όμως.
Η καρδιά της
σφίχτηκε. Γιατί όμως? Επειδή δεν ήξερε αν ήταν ακόμα ο αριθμός του και χωρίς
φωτογραφία δεν θα μπορούσε και να μάθει? Ή μήπως της ήρθαν όλες οι αναμνήσεις
από τότε?
Μα πότε πέρασαν
οκτώ ολόκληρα χρόνια? Σαν σήμερα θυμάται την πρώτη φορά που τον αντίκρυσε. Σε
ένα πάρτυ γενεθλίων κάποιου κοινού τους γνωστού. Εκείνη με τον τότε αρραβωνιαστικό
της. Εκείνος, με την σύζυγό του. Δεν χρειάστηκε να τον κοιτάξει δεύτερη φορά.
Με το που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους, την είχε μαγνητίσει. Ένα ‘!τσαφ!’.
Αυτό ήταν όλο κι όλο. Το ίδιο μοιραίο ήταν και για εκείνον. Έτσι φάνηκε στην πορεία. Δεν έκαναν
ποτέ παρέα, πού και πού βρίσκονταν σε κοινωνικές υποχρεώσεις. Μα πώς είχε
βρεθεί με τον αριθμό του τηλεφώνου του τότε? Έσπαγε το κεφάλι της να θυμηθεί. Α
ναι! Είχε προσφερθεί να την φέρει σε επικοινωνία με κάποιον συνεργάτη του για
μια δουλειά. Έτσι του είχε δώσει κι εκείνη το δικό της.
Μία φορά
χρειάστηκε να βρεθεί μόνη στον ίδιο χώρο μαζί του ώστε να φροντίσουν να μην
ξαναπλησιάσουν ποτέ ο ένας τον άλλον.
Είχε πάει για να περάσει από συνέντευξη στην εταιρεία στην οποία ήταν συνιδιοκτήτης,
και εφόσον εκείνος την είχε συστήσει, την συνόδεψε στην αίθουσα συνεδριάσεων
όπου εκείνη θα γνώριζε τον συνεργάτη του. Ένα ολόκληρο τέταρτο ‘κάθισε’ μαζί
της μέσα στην αίθουσα, και περιέργως κανένας από τους δύο δεν κάθισε. Μιλούσαν
στα όρθια για καθημερινά πράγματα. Απλά. Τα μάτια τους έλεγαν σαφώς πιο ενδιαφέροντα πράγματα ,
και τα κορμιά τους είχαν την τάση να πλησιάζουν όλο και περισσότερο το ένα το
άλλο. Κι ας συζητούσαν για το φαινόμενο των ακαθαρσιών των σκύλων που αφήνουν
οι ασυνείδητοι ιδιοκτήτες τους στο δρόμο. Δεν είχε σημασία. Η έλξη ξεχείλιζε.
Αβίαστα. Βεβιασμένα λοιπόν, τα μπάλωσε κι αυτή και δεν ξαναπλησίασε. Ούτε την
θέση στην εταιρεία πήρε, ούτε του ξανατηλεφώνησε. Κι εκείνος το ίδιο. Τον
αριθμό του όμως δεν τον έσβησε ποτέ. Λες να είχε κρατήσει κι εκείνος τον δικό
της?
Το βράδυ, μετά το
ταβερνείο, και μετά από ουκ ολίγα τσίπουρα, γύρισε σπίτι εξουθενωμένη. Ξάπλωσε
στο κρεβάτι και κάρφωσε τα μάτια στο ταβάνι.
-
Να
μπω να ξαναδώ? Πόσο πιθανό είναι να έβαλε φωτογραφία? Αναρωτήθηκε
-
Δουλειά
δεν είχαμε, μπελάδες βρήκαμε? της απάντησε ο εαυτός της.
-
Ναι. του
απάντησε με νεύρο. (τελεία, το είδες. πάλι καλά... φύγαμε από τη βαρεμάρα και
περάσαμε στα νεύρα. Ίντριγκα)
Έπιασε το κινητό,
μπήκε στο Whatsapp και πληκτρολόγησε
το όνομά του. Δεν θα το πιστέψεις, είχε βάλει φωτογραφία! Last seen
yesterday at 23:21. Αλλά δεν τον
αναγνώρισε τον τύπο της φωτογραφίας. Φορούσε γυαλιά ηλίου, είχε μούσια, ήταν
ηλιοκαμμένος και είχε και ένα παιδί στην αγκαλιά.
-Πφφφφφ,
άσχετος... Ε βέβαια, σιγά μην είχε τον ίδιο αριθμό ακόμη. σκέφτηκε και την πήρε
ο ύπνος με τα ρούχα.
Η επόμενη μέρα
την βρήκε στο γραφείο, να ανατρέχει οκτώ χρόνια πριν. Πάλι. Πώς άλλαξαν έτσι τα
πράγματα για εκείνη. Για γάμο ετοιμαζόταν, χωρισμένη βρέθηκε. Και με ιδιαίτερα
κακές και επίπονες διαδικασίες. Κι
εκείνος? Ποιος ξέρει πού θα ήταν... Και τι αριθμό τηλεφώνου θα είχε τώρα πια...
Ξαναμπήκε με μισή
καρδιά στο Whatsapp και πληκτρολόγησε
και πάλι το όνομά του. Μεγένθυνε την φωτογραφία. Την έσωσε στο κινητό. Την
άνοιξε, και με τα δάχτυλα την μεγένθυνε ακόμα παραπάνω. Κοίταξε τα γυαλιά
ηλίου. Τίποτα. Κοίταξε τα μούσια. Καμία σχέση. Ήταν πάντα ξυρισμένος κόντρα. Τότε...
Αυτός ο ‘άγνωστος’ στη φωτογραφία, χαμογελούσε. Ξανακοίταξε. Δεξιά και αριστερά
από τα γυαλιά είδε τις ρυτίδες που κάνουν τα μάτια όταν κάποιος χαμογελά. Και
εκείνου τα μάτια πάντα χαμογελούσαν έντονα όταν χαμογελούσε. Ή μήπως όταν την
κοιτούσε... Κοίταξε το στόμα, χαμένο μες τα μούσια. Πρόσεξε ένα ίχνος χειλιών
κάπου εκεί μες τα μούσια. Είχε λεπτά χίλια. Το θυμόταν σαν και χθες. Αυτά τα
λεπτά σφιχτά χείλια που έχουν οι άνθρωποι που έχουν να πουν λίγα και καλά.
Ξέρεις.
Είχε πέσει τόσο
από πάνω από το κινητό της που ζαλίστηκε. ‘Ντάξει, φτάνει Πουαρώ!’ είπε και
πέταξε το κινητό μακριά, απεγνωσμένη.
‘Άλλη προσέγγιση
θέλει αυτή η προσπάθεια ταυτοποίησης ενόχου’ σκέφτηκε. Έπιασε το κινητό εκεί μακριά
που ήταν και χωρίς να το φέρει κοντά, μπήκε στο Whatsapp και έφερε στην οθόνη την φωτογραφία του προφίλ
του. Μετά, με το τρία, έφερε το κινητό της γρήγορα μπροστά στα μάτια και το
ξανακούμπησε στο γραφείο απότομα, δίχως να το κοιτά άλλο.
Έμεινε κόκκαλο.
Το γνωστό κόκκαλο που έμενε όποτε τον έβρισκε μπροστά της και το οποίο πάντα
προσπαθούσε να καλύψει λέγοντας τις άπειρες κουταμάρες περί καιρού, φαγητού και
ό,τι έπλασε ο Μεγαλοδύναμος. Η καρδιά της ήταν στα πρόθυρα να ξεπηδήσει από το
στήθος της.
Αυτός ήταν. Ήταν
διαφορετικός, αλλά αυτός ήταν. Το ένιωθε μέσα της. Ξαναέφερε το κινητό μπροστά
της. Ναι βέβαια. Αυτός ήταν. Είχε απλά αλλάξει στυλ. Αδυνατισμένος, οκτώ χρόνια
μεγαλύτερος, άντε και να είχε αρχίσει να φλερτάρει με την κρίση μέσης ηλικίας
οπότε και το μούσι και το χαμογελάκι και το ανοιχτό πουκάμισο και όλα αυτά που θα
την κάνουν τώρα να πηδηχτεί από το
παράθυρο. Δεν πρόλαβε να συνέλθει και είδε κάτω από το όνομά του την ένδειξη ‘online’.
Της κόπηκε η ανάσα. Έμεινε να την
κοιτάει. Για κανένα δίλεπτο. Μέχρι που η ένδειξη άλλαξε σε ‘last seen
today at 11:38’.
Καλώς τα μας κι ας άργησαν.
Όπως καταλαβαίνεις, η μέρα πέρασε για να περάσει. Καμία
αποδοτικότητα στη δουλειά. Καμία συγκέντρωση σε οτιδήποτε δεν είχε μούσι.
Κάποιοι φίλοι που της τηλεφώνησαν να πάνε για ποτό το βράδυ έλαβαν αρνητική
απάντηση. Ήθελε να γυρίσει σπίτι. Να βάλει την φόρμα της. Να ανάψει το
αγαπημένο της κερί. Να ανοίξει ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Να το πιει στο
αγαπημένο της ποτήρι των ‘καλών περιστάσεων’. Και να μείνει με τον εαυτό της.
Να αφήσει τον νου της να τρέξει. Να ονειρευτεί. Είχε τόσο καιρό να νιώσει
ελεύθερη να ονειρευτεί.
Έτσι κι έκανε. Είχε κάνει το μπάνιο της, είχε χαλαρώσει, και
κάθισε στην χουχουλιάρικη πολυθρόνα της με το ριχτάρι αγκαλιά και τα φώτα
χαμηλωμένα. Εκείνη μόνη, παρέα με την φλόγα του κεριού. Εκείνη μόνη παρέα με
μια φλόγα από το παρελθόν. Μια ιστορία που ποτέ δεν ξεκίνησε. Το κινητό το είχε
ακουμπήσει δίπλα στο μπουκάλι με το κόκκινο κρασί. Ήξερε πολύ καλά πως αυτό που
είχε σχεδιάσει απόψε δεν ήταν απλά μια βραδιά απομόνωσης. Δεν θα ονειρευόταν
ΜΟΝΟ, αυτή τη φορά. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά, και καθώς της έκαιγε τον λαιμό,
άρπαξε το κινητό και μπήκε στο Whatsapp να του γράψει.
-
Είσαι
εσύ? Έγραψε και το έστειλε δίχως δεύτερη σκέψη.
-
‘Last seen
today at 14:39’. Ωραία... Είχε να το
ανοίξει από το πρωί. ‘Σιγά μην το κοιτάξει τώρα, περασμένες 22:00…’ σκέφτηκε και άρχισε να αγχώνεται. ‘Καλέ τι
κάνω? Κι αν είναι σπίτι του ο άνθρωπος? Με γυναίκα και παιδί? Είμαι τελείως
τρελή και ηλίθια? Επειδή δηλαδή εγώ βρέθηκα μόνη, τι πάει να πει, ότι έμειναν
κι άλλοι?’
Σε κλάσματα
δευτερολέπτου είχε πνιγεί σε ένα τσουνάμι κακών σκέψεων, τύψεων και
καταστροφής. Το μόνο που της θύμισε να πάρει ανάσα ήταν ο ήχος εισερχόμενου
μηνύματος.
‘Μην μου πεις...’
σκέφτηκε και το έφερε μπροστά στα μάτια της.
-
Εγώ,
εγώ είμαι. Εσύ? Εσύ είσαι? Έγραφε.
‘Αμάν! Δεν έχω
βάλει φωτογραφία!’ μάλωσε τον εαυτό της.
-
Ναι...
απάντησε
(Τρεις τελείες...
Μην σου εξηγώ την διαφορά ανάμεσα στην μία με τις τρεις, καταλαβαίνεις τώρα πού
το πάει...)
Δεν της έφτανε
αυτό όμως και του έστειλε και δεύτερο μήνυμα.
-
Είσαι
καλά?
‘Typing’. Πολύ
ώρα. Μα καλά τι γράφει? ‘Online’ χωρίς να έχει έρθει μήνυμα. Ό,τι έγραψε
το έσβησε φαίνεται.. και σκέφτεται… ή δεν θα απαντήσει. ‘Online’ πολύ ώρα και τώρα πάλι ‘Typing’. Εκείνη νόμισε πως θα
ξεψυχίσει από την ανυπομονησία.
-
Σε περιμένω
καιρό...
Τρεις λέξεις. Οκτώ
χρόνια μετά. Ένιωσε τα χαμογελαστά του μάτια να την διαπερνούν μέσα από την
οθόνη. Για δες... Τα μάτια βρήκαν μιλιά... Μέσα από δυο χείλη που χουν να πουν
λίγα και καλά...